Έχει γίνει πια κατανοητή η πρόθεση του κράτους να επιτεθεί σε ο,τιδήποτε του αντιστέκεται, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται με διεκδικητικό τρόπο. Οι σύντομες αφηγήσεις των 6 θηλυκοτήτων που ακολουθούν περιγράφουν με βιωματικό τρόπο όλη αυτή την τραυματική διαδικασία της σύλληψης από την αστυνομία, σε διαφορετικές περιστάσεις αλλά και πόλεις της χώρας.
Η Ν.Μ. και Μ.Ν. περιγράφουν αναλυτικά όλο το χρονικό εκείνων των δυο ημερών:
“Την ώρα που μας πήγαιναν στα περιπολικά, κρατούσα σφιχτά το χέρι της φίλης μου. Ταυτόχρονα, ένας μπάτσος με είχε πιάσει από το μπράτσο. Εκείνη τη μικρή στιγμή, η ύπαρξη των δύο κόσμων που συγκρούονται διαρκώς παίρνει ξεκάθαρη μορφή μπροστά στα μάτια σου. Από τη μία, το χέρι ενός αγαπημένου σου ανθρώπου που πονάτε μαζί και από την άλλη, το χέρι εκείνου που σας πονάει. Αυτό το φιλικό χέρι όμως και η αλληλεγγύη όλου του κόσμου που ήταν συγκεντρωμένος έξω από την πρυτανεία ήταν αρκετά για να διώξουν κάθε αίσθημα φόβου και απελπισίας. Βλέπαμε πολλά άτομα, γνωστά και άγνωστα, να πέφτουν πάνω στις ασπίδες των μπάτσων με κόκκινα από τα δακρυγόνα μάτια και να φωνάζουν συνθήματα, προσπαθώντας να τους εμποδίσουν να μας μεταφέρουν στα περιπολικά. Η σκέψη μας ήταν θολωμένη και το μόνο που αντανακλαστικά νιώσαμε, ήταν η ανάγκη του να μη χωριστούμε και να μας βάλουν στο ίδιο περιπολικό, πράγμα που προφανώς δεν μας το επέτρεψαν. Τελευταία εικόνα από την πρυτανεία ήταν εκείνη ενός άγνωστου παιδιού να μας χαιρετάει έξω από το τζάμι.
Στη ΓΑΔΘ, η ψυχική και σωματική μας κούραση δεν επηρέαζε τη διάθεση μας. Κάποιοι έπαιζαν ποδόσφαιρο με ένα πλαστικό μπουκάλι, κάποιες ειρωνεύονταν τους μπάτσους και άλλες κάθονταν στο πάτωμα και διάβαζαν βιβλία. Ακουμπούσαμε συχνά η μία στον ώμο της άλλης και λέγαμε πως όλα θα πάνε καλά. Οι μπάτσοι ήταν εριστικοί προς εμάς και τυπικοί και ψυχροί μεταξύ τους, αναδεικνύοντας διαρκώς την τοξική αρρενωπότητά τους. Κάποια στιγμή ζήτησα να πάω τουαλέτα και με συνόδευσαν δύο γυναίκες αστυνομικοί. Όσο ήμασταν στο ασανσέρ, η μία από αυτές σχολίαζε έναν συνάδελφο της που δεν την εκτιμούσε επειδή ήταν μητέρα δύο παιδιών και θεωρούσε πως δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της δουλειάς. Οι δύο αυτές γυναίκες έχουν εσωτερικεύσει τις έμφυλες διακρίσεις που βιώνουν και αποδέχονται απόλυτα των υποτελή ρόλο που τους ορίζει η αστυνομία ως μηχανισμός του κράτους. Έτσι, από τη μία έβλεπες εκείνους με την πειθαρχία, τη μιζέρια και την εξουσιαστικότητα, αντιπροσωπεύοντας όλα όσα μισούμε και πολεμάμε, να καταπιέζουν όχι μόνο εμάς αλλά και ο ένας την άλλη. Από την άλλη εμάς, κλεισμένα σε ένα υπόγειο να αντιστεκόμαστε με ζωντάνια, ελευθερία, ρευστότητα των έμφυλων ρόλων, αλληλεγγύη και συντροφικότητα.
Τα ξημερώματα, ενώ είχαμε κοιμηθεί αγκαλιά τρία άτομα σε ένα στρώμα με κοριούς, γελούσαμε χωρίς ακόμα να μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ήμασταν κλεισμένες σε κελί. Λίγο αργότερα, βρήκαμε μία τηλεκάρτα με υπόλοιπο ενάμιση λεπτό και τηλεφωνήσαμε στις φίλες μας που δεν είχαμε επικοινωνήσει μαζί τους για μία ολόκληρη μέρα. Προλάβαμε να τους πούμε μόνο ότι είμαστε καλά και εκείνες ότι θα μας περιμένουν έξω από τα δικαστήρια. Όντως, πριν καν φτάσουμε στα σκαλιά των δικαστηρίων έπεσαν πάνω μας και αγκαλιαστήκαμε όλες μαζί. Είχαν συλλάβει 31 άτομα και απ έξω μας περίμεναν 3.000.
Οι δύο κόσμοι μας συγκρούονται ξανά και ξανά μέχρι την οριστική ρήξη. Μέχρι τότε, ζούμε και θα ζήσουμε άσχημες μέρες όμως κανένα χέρι μπάτσου δεν μπορεί να σφίξει το μπράτσο μας όσο δυνατά σφίγγουμε η μία το χέρι της άλλης.“


Στο ίδιο περίπου κλίμα εκτυλίσσεται και η αφήγηση των Α.Κ. και Κ.Χ. από την κατάληψη της Πρυτανείας:
“Οι δυο μας, βγαίνοντας από το ΑΧΕΠΑ, αφού είχαμε πάει επειδή η μία εκ των δυο μας λιποθύμησε νωρίτερα μέσα στα επεισόδια, αγχωμένες και οργισμένες με την κατάσταση που ακόμα εκτυλισσόταν μπροστά από την Πρυτανεία, προσπαθούσαμε να βρούμε μια δίοδο ελεύθερη για να πάμε στο σπίτι μας, χωρίς τον κίνδυνο να έρθουμε αντιμέτωπες με αστυνομικές δυνάμεις για άλλη μια φορά. Κάνοντας μια προσπάθεια να αλλάξουμε τον δρόμο μας, μας σταματήσανε δύο ασφαλίτες χωρίς διακριτικά και μας οδήγησαν προς τις υπόλοιπες αστυνομικές δυνάμεις για να μας παραλάβει περιπολικό. Καθ’ όλη την διάρκεια αυτού του γεγονότος, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε μάταια γιατί μας προσαγάγανε και τι κακό είχαμε κάνει. Υπήρχε μια απελπισία από μέρους μας καθώς κανένας από τους δύο δεν μας έδειξε αστυνομική ταυτότητα και μας οδηγούσαν κάπου όπου δεν ξέραμε τι θα μας έκαναν και που θα καταλήγαμε. Τελικά, το περιπολικό μας οδήγησε στην ΓΑΔΘ. Καμία από τις δυο μας δεν είχε ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση και αυτό το μέρος, άρα ήταν έντονη η ανησυχία μας για το τι μέλλει γενέσθαι. Ήμασταν αρκετά ψύχραιμες όση ώρα περιμέναμε να μας πάρουν τα στοιχεία και να μας ψάξουν. Μας είχαν μαζέψει σε έναν υπόγειο χώρο, συγκεκριμένα στο -2 του κτηρίου και στην αρχή πηγαίναμε ένα-ένα να ψάξουν εμάς και τα πράγματά μας. Οι γυναίκες αστυνομικοί ήταν μόνο δύο (κάποιες φορές και μία) ενώ οι κοπέλες ήμασταν όλες 15 σε αριθμό. Η μία από τις δυο μας μάλιστα ζητούσε για αρκετή ώρα να πάει στη τουαλέτα (από τη στιγμή που φτάσαμε εκεί και για 40΄ περίπου μετά) αλλά δεν την αφήνανε προτού ψαχτεί ολοκληρωτικά. Όταν τελικά μας πήραν να μας ψάξουν, ήταν αρκετά στενάχωρο και άβολο καθώς μας ζήτησαν να γδυθούμε, να σκύψουμε, ακόμα και να σηκώσουμε το στηθόδεσμό μας.
Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία μας κρατούσαν 31 άτομα μέσα σε έναν μικρό χώρο σε εκείνο το υπόγειο, χωρίς εξαερισμό, χωρίς κανένα υγειονομικό μέτρο, καθώς φαινόταν ότι ο χώρος είχε να καθαριστεί αρκετό καιρό. Η κατάσταση ήταν αποπνικτική από τον καπνό και τα τσιγάρα και όσο βράδιαζε έβγαζε και περισσότερο κρύο, αφού δεν υπήρχε φυσικά κανένα είδος θέρμανσης. Χρειάστηκαν αρκετές ώρες για να συναντηθούμε επιτέλους με τους δικηγόρους μας, οι οποίοι μας έδωσαν θάρρος και επικοινώνησαν με τους γονείς μας, καθώς εμείς δεν είχαμε την δυνατότητα. Κάποια στιγμή μες στο βράδυ – δεν γνωρίζουμε ακριβώς ώρα γιατί μας είχαν πάρει και κινητά και ρολόγια και δεν είχαμε ποτέ καμία αίσθηση του χρόνου – μας έφεραν να φάμε ενώ αγνόησαν 5 παιδιά τα οποία δεν έτρωγαν κρέας, τα οποία και άφησαν νηστικά. Τα σκουπίδια όλο και πολλαπλασιάζονταν μέσα στον χώρο ο οποίος, από κάποια στιγμή και μετά, άρχισε να βρωμίζει όλο και περισσότερο καθώς ήμασταν ήδη περίπου 7-8 ώρες και οι 31 μέσα κλεισμένοι. Η ένταση δεν έπαψε να υπάρχει όλες αυτές τις ώρες ανάμεσα σε εμάς και τους αστυνομικούς, καθώς δεν μας ενημέρωναν για το αν είχαμε συλληφθεί ή απλά προσαχθεί και αρνούνταν να μας ενημερώσουν και για τον λόγο για τον οποίο βρισκόμασταν εκεί. Όταν μάθαμε ότι είχαμε τελικά συλληφθεί, μπορούμε να πούμε ότι έπεσε το ηθικό μας – το οποίο ήταν σχετικά υψηλό όσο ήμασταν όλοι μαζί και συζητούσαμε – αφού γνωρίζαμε ότι θα μέναμε μέσα εκείνο το βράδυ.
Γύρω στις 00:30 είχε έρθει η ώρα να μας οδηγήσουν στα κελιά. Ξεκινούσε ένας νέος γύρος μιας άγνωστης για εμάς διαδικασίας όπου πάλι δεν είχαμε ιδέα για το τι θα αντιμετωπίζαμε. Οδηγηθήκαμε σε έναν χώρο με γραφεία στα οποία ήταν απαραίτητο να ξαναψαχτούμε ολοκληρωτικά (κάτι που εγώ με τη φίλη μου γλυτώσαμε γιατί συνοδευόμασταν από την αστυνομικό που μας είχε ψάξει νωρίτερα). Η κατάσταση ήταν τεταμένη και εμείς αρκετά ταλαιπωρημένες, οπότε απλά ακολουθούσαμε σιωπηλά ό,τι μας έλεγαν να κάνουμε. Μπαίνοντας στον χώρο με τα κελιά έπρεπε να διασχίσουμε έναν διάδρομο, όπου στα αριστερά μας υπήρχαν άλλοι κρατούμενοι, ώστε να καταλήξουμε σε έναν διαφορετικό χώρο (που χωριζόταν με μια καγκελόπορτα από τα υπόλοιπα κελιά) με τρία κελιά που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, τα οποία μας είπαν είναι για τις γυναίκες. Στην διαδρομή μας προς τα εκεί, μπορούμε να πούμε ότι φοβηθήκαμε περισσότερο, αφού μας σφύριζαν και μας φώναζαν οι υπόλοιποι κρατούμενοι εκεί καθώς περπατούσαμε με κατεβασμένο το κεφάλι. Εκεί ήταν το σημείο που καταλάβαμε ότι καμία από τις δυο μας δεν ανήκε σε εκείνο το μέρος. Όταν τελικά φτάσαμε στο κελί πάλι ήρθαμε αντιμέτωπες με πενταβρώμικους χώρους αλλά και τουαλέτες και στρώματα γεμάτα κοριούς. Μάλιστα, 3 κοπέλες εκείνη τη μέρα αναγκάστηκαν να μοιραστούν ένα στρώμα κάτω στο πάτωμα. Η νύχτα πέρασε αργά, δεν είχαμε καμία αίσθηση της ώρας και οι περισσότερες δεν κοιμηθήκαμε και πολύ.
Το πρωί πάλι προσπαθούσαμε να μάθουμε τι ώρα ήταν και πότε θα μας μετέφεραν στα δικαστήρια. Αφού ήρθαν και μας πήραν αστυνομικοί με πολλά κιλά εξοπλισμό και μας απειλούσαν ότι θα μας βάλουν χειροπέδες, μας έβαλαν μέσα σε μία κλούβα στην οποία μας κλείδωσαν σε κάτι μικρά μεταλλικά κουτιά με τρύπες, ανά 3-4 άτομα. Αφού φτάσαμε στα δικαστήρια, μας έβαλαν σε μία αίθουσα χωρίς πάλι να έχουμε κανένα υγειονομικό μέτρο μεταξύ μας, ο ένας πάνω στον άλλον. Εκεί, η μόνη γυναίκα αστυνομικός που υπήρχε, δεν ήταν καν όλη την ώρα εκεί και έπρεπε να περιμένουμε αρκετή ώρα μέχρι να την φωνάξει κάποιος ώστε να μπορέσουμε να πάμε στην τουαλέτα. Μέχρι τη στιγμή που είδαμε τους δικηγόρους μας, πάλι δεν είχαμε ιδέα για το τι θα συνέβαινε. Για ακόμη μια φορά, οι δικηγόροι μας κατάφεραν να μας τονώσουν το ηθικό και να μας υπενθυμίσουν ότι ήμασταν ένα βήμα πριν το τέλος. Μας διαβεβαίωσαν ότι εμείς είχαμε το δίκιο και ότι υπήρχε τόσος κόσμος που μας υποστήριζε και περίμενε να βγούμε. Όση ώρα περνούσαμε τη διαδικασία του αυτόφωρου δικαστηρίου, ακούγαμε ότι από έξω υπήρχαν πάνω από 2.000 άτομα τα οποία διαδήλωναν και περίμεναν την απελευθέρωσή μας. Ήμασταν πια ψύχραιμοι, με αυτοπεποίθηση και ξέραμε ότι το δίκιο ήταν με το μέρος μας.
Τελικά, όμως, η καλύτερη στιγμή από αυτή μας την εμπειρία, ήταν η στιγμή της απελευθέρωσής μας. Με τις γροθιές ψηλά, με τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μας και διαμαρτύρονταν για μας, με τις φωνές τους και τα συνθήματά τους, μπορέσαμε να πάρουμε θάρρος για να συνεχίσουμε να παλεύουμε και να μην φοβόμαστε άλλο να ακουστούμε και να διαμαρτυρηθούμε. Η ανησυχία στην επιστροφή στην κανονική μας ζωή, βέβαια, δεν σταμάτησε να υπάρχει, καθώς η αστυνομοκρατία στη χώρα μας συνεχίζει να υφίσταται και να δυναμώνει. Όμως, αυτή η εμπειρία μας, μας έκανε σίγουρα πιο δυνατές και σίγουρες ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος και θα νικήσει!“
“Στις 10/2, στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο, κατέβηκα με τη παρέα μου να διαμαρτυρηθούμε για την πανεπιστημιακή αστυνομία που η κυβέρνηση παλεύει με νύχια και με δόντια να επιβάλλει στις σχολές μας, χωρίς να δέχεται να ακούσει τη παραμικρή ένσταση από τα άτομα που κυριολεκτικά ζουν και υπάρχουν μέσα σε αυτές τις σχολές.
Ως αναμενόμενο, η καταστολή ήταν ακραία. Για ένα φοιτητικό συλλαλητήριο, έβρισκες ΜΑΤ και ΔΕΛΤΑ σε όποια γωνία κοίταζες, καθώς και ασφαλίτες οι οποίοι έκαναν την παρουσία τους παραπάνω από αισθητή.
Μετά από τη διαδρομή από τα Προπύλαια προς τη Βουλή, η πορεία έκατσε λίγο έξω από τη Βουλή και μετά άρχισε να προχωράει πάλι προς τα Προπύλαια. Οι μπάτσοι κορδόνι σε όλη τη διαδρομή, και εμείς να έχουμε αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να τα παρατήσουμε τόσο εύκολα.
Όταν ακούσαμε τις πρώτες κρότου λάμψης και όταν έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα, η ατμόσφαιρα έγινε γρήγορα αποπνικτική και με τους ΜΑΤ και ΔΕΛΤΑ να μας έχουν περικυκλωμένους, αποφάσισα να τρέξω στον πεζόδρομο της πρυτανείας που οδηγεί για νομική.
Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Το δακρυγόνο με ακινητοποίησε σπάζοντας πάνω στα πόδια μου, θολώντας εντελώς το οπτικό μου πεδίο. Μετά από αυτό, θυμάμαι ένα “πιάστην, μην την αφήσεις να φύγει” και έναν οξύ πόνο στο κεφάλι να με ρίχνει κάτω. Εκεί ένας από αυτούς, με πιάνει από το σβέρκο και άλλοι δύο αρχίζουν να με βαράνε, στη μέση, το κεφάλι και στον ώμο, αποκαλώντας με σκουπίδι, κ@ριόλα, μ@λακισμένη, φωνάζοντας μου ότι σήμερα θα πεθάνω. Με σήκωσαν δύο από αυτούς για να διαπιστώσω ότι καθ’όλη τη διάρκεια αυτοί που χτυπούσαν ήταν ΜΑΤ, και κράταγαν μεταλλικά γκλομπ.“

“Σύλληψη = φόβος. Φόβος ότι τα μηχανάκια της συμμορίας της ΔΡΑΣΗ που μπούκαραν πάνω στο πεζοδρόμιο θα μας πατήσουν. Φόβος, σοκ και παραβίαση όταν με το που σηκώθηκα από την τούμπα που έφαγα βρέθηκα στα χέρια ενός μπάτσου να με τραβολογάει. Αίσθημα ταπείνωσης και μετά θυμός για τις χειροπέδες και το γονάτισμα στη γωνία. Θυμός για τον ΜΑΤα με τη χρυσαυγιτόφατσα που καθυστερούσε να μας βγάλει τις χειροπέδες στο τμήμα και φαινόταν ότι απολάμβανε από αυτό. Άγχος, αγωνία. Γιατί πήγαν τους μισούς από εμάς στον 7ο και αφήσαν τους άλλους μισούς στον 6ο; Γιατί δε μας λένε αν είμαστε σύλληψη ή προσαγωγή; Φόβος όταν μπούκαρε ο τραμπούκος της ΔΡΑΣΗ με fullface στο “κελί” για αναγνώριση και ζητούσε δύο φορές το όνομα του καθενός, τάχα πως δεν άκουγε. Οργή και για αυτόν και για τον έτερο μπάτσο που έκανε χιουμοράκι ότι “καλά, δεν σας είπαμε και να μη βγάζετε άχνα”. Παραβίαση και πάλι παραβίαση όταν σκανάρεται όλο σου το χέρι και σε βγάζουν φωτογραφίες με νουμεράκι από πίσω όπως έβλεπες στις ταινίες.
Η σύλληψη μου όμως ήταν και αλληλεγγύη. Και για αυτό ήταν και ελάχιστα βίαιη συγκριτικά με όσα βιώματα ακούμε το τελευταίο διάστημα. Και αυτό το οφείλω σε κάθε έναν άνθρωπο χωριστά είτε τον ήξερα από πριν είτε όχι, είτε έμαθα το όνομα του είτε όχι. Στους δημοσιογράφους και τους δικηγόρους που ήταν εκεί και τρόπο τινά μας προστάτευαν καταγράφοντας και καταγγέλλοντας, αλλά και στον κάθε έναν διαδηλωτή που πνιγμένος στα δακρυγόνα διαμαρτυρόταν για το παράλογο που συνέβαινε. Στον Γ. που μου φώναξε “ Δ. είμαι εδώ, σε βλέπω”. Στην πολυαγαπημένη Ρ. που δε με άφησε λεπτό και λεπτό δεν έφυγε από το μυαλό μου η εικόνα της να κάθεται στα σκαλιά δίπλα μου με τα μάτια της κόκκινα από τα δακρυγόνα και το χέρι της απλωμένο να με πιάσει με το μπάτσο να μας χωρίζει. Στη Σ. με τη ζεστή φωνή και το φροντιστικό βλέμμα που ήθελε να τραγουδήσουμε μέσα στο τμήμα. Στα γέλια όλων όταν είπαμε “οκ καταδικάζω γιατί είναι σεξιστικό αλλά να πούμε το Hey Μητσοτάκη γαμώ την Παναγία σου;”. Στην αεικίνητη Κ. που μας έλεγε για την άλλη φορά που είχε έρθει ΓΑΔΑ μαζί με κάτι πιτσιρίκια που κατέληξαν να παίζουν μπάλα και εξόργισαν τους μπάτσους. Στον Ν. και πάλι στη Σ. γιατί παραδεχτήκαμε ότι φοβόμαστε και πρέπει να το λέμε αλλά δε μας στείλουν σπίτια μας. Στον Π. που μας έφερε φαγητό και κάθισε μαζί μας πέραν του προβλεπόμενου όχι ως δικηγόρος -δικηγόρος του λαού όπως έλεγε η Σ.- αλλά σαν ένας από εμάς. Στον Γ. που με περίμενε έξω από τη ΓΑΔΑ. Και πάλι στη Ρ. που επίσης ξεροστάλιαζε έξω από τη ΓΑΔΑ να μου δώσει μία μεγάλη αγκαλιά όταν βγήκα. Και στο χαμόγελο με δάκρυα της Α. γιατί τσιτάροντας λίγο sponty “ τους τρομάζουν τα χαμογελά μας και δε πιάνουν ούτε λέξη από όσα λένε τα δάκρυα μας”.
Όλα αυτά τα μικρά θραύσματα αντίστασης δεν γίνεται να μην γεννούν δάκρυα στα μάτια από πόνο και ενσυναίσθηση, σίγουρα όμως μας εξοπλίζουν με οργή και την πεποίθηση ότι ούτε ξοφλήσαμε ούτε ότι έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη.