Τα τελευταία χρόνια το τοπίο στο ελληνικό σινεμά έχει αλλάξει αρκετά, δίνοντας βήμα τόσο σε νεότερους κινηματογραφιστές όσο και στην φόρμα των ταινιών μικρού μήκους. Επ΄ αφορμή του μήνα Ιουνίου, ως μήνας υπερηφάνειας, συζητήσαμε με τον Σταύρο Μαρκουλάκη για την ταινία μικρού μήκους Madonna f64.0 που θίγει την τρανς ταυτότητα, την αποδοχή της από την ελληνική οικογένεια αλλά και την μητρότητα.
Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από την ταινία “Madonna f64.0” και στην πραγματικότητα τι σημαίνει ο τίτλος της;
Η βασική ιστορία με βρήκε στο φεστιβάλ της Δράμας κάποια χρόνια πριν, όπου με αφορμή μια ταινία συνδέθηκα με την επιθυμία της μητρότητας και τους περιορισμούς που δέχεται όσον αφορά την εξερεύνηση της, μια τρανς γυναίκα σήμερα, λόγω της κοινωνίας. Η όλη ιστορία ωστόσο, νιώθω ότι ξεκίνησε να γράφεται μέσα μου ήδη πριν από πολλά χρόνια και ολοκληρωνόταν ολοένα και περισσότερο μέχρι την τελευταία μέρα των γυρισμάτων.
Το “f64.0” αποτελεί τον κωδικό για τις διαταραχές ταυτότητας φύλου στον διεθνή ψυχιατρικό κατάλογο, ο οποίος χρησιμοποιούνταν μέχρι και πρόσφατα σε αρκετές χώρες. Η αντίθεση του κωδικό αυτού με το θρησκευτικό τίτλο της “Madonna” νιώθω ότι εκφράζει σε μεγάλο βαθμό το πορτραίτο της ηρωΐδας, ιδομένο από την οπτική της ελληνικής κοινωνίας.
Ποια ήταν η αποδοχή της ταινίας από το ελληνικό και ξένο κοινό, όπου προβλήθηκε; Υπήρχαν διαφοροποιήσεις;
Παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν είμαι ευγνώνμων που η ταινία έχει κατορθώσει να παρουσιαστεί ήδη σε αρκετά φεστιβάλ τόσο σε online μορφή, αλλά και σε φυσικούς χώρους. Τα σχόλια που λαμβάνουμε είναι πολύ όμορφα και ζεστά, ειδικά από τα μέλη της queer κοινότητας, αλλά και αρκετά εποικοδομητικά από την κινηματογραφική κοινότητα. Η τοποθεσία που προβάλλεται κάθε έργο παίζει φυσικά ρόλο στην εκάστοτε ανάγνωσή του, έτσι, η βασική διαφορά που μπορώ να διακρίνω στις αντιδράσεις τους κοινού, αντανακλάται κυρίως στο διαφορετικό επίπεδο αποδοχής των queer ταυτοτήτων στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή και στις ελληνικές ταινίες μικρούς μήκους. Πώς εξηγείς αυτό το ενδιαφέρον (οικονομικά, θεματικά, σκηνοθετικά κλπ);
Αυτή είναι μια συζήτηση που απασχολεί την παγκόσμια κοινότητα. Τα τελευταία χρόνια εντοπίζεται όντως μια μεγάλη στροφή προς το αυτό το format και προσωπικά με χαροποιεί ιδιαίτερα. Είτε έχει να κάνει με τη διαχείριση του χρόνου και τη στροφή γενικότερα προς οτιδήποτε μη χρονοβόρο, κάτι το οποίο πλέον εντοπίζεις ακόμη και στην κορυφή των άρθρων, στα οποία πριν καν διαβάσεις τον τίτλο, γνωρίζεις τον χρόνο που θα χρειαστείς για την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Επίσης, παρατηρείται μια μεγαλύτερη εξωστρέφεια της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής την τελευταία δεκαετία, με έντονη παρουσία στα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, το οποίο ωστόσο δεν ξέρω αν έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στο οικονομικό κομμάτι, μιας και η ταινία μικρού μήκους παραμένει ένα έργο το οποίο δεν έχει ισχυρή θέση στην αγορά. Ίσως αυτό να μετατοπιστεί τώρα, που και λόγω της πανδημίας, ξεπηδούν αρκετές πλατφόρμες VOD με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προς αυτό το κινηματογραφικό είδος.
Πιστεύω υπάρχει πολύ ταλέντο και ανάγκη για δημιουργία στην Ελλάδα και αν καταφέρουμε να προχωρήσουμε ακολουθώντας τα ενστικτωδώς, χωρίς την ανάγκη ένταξης σε κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα ή ύφος, τότε θα συνεχίσουμε να βλέπουμε πολύ ιδιαίτερες και αυθεντικές δημιουργίες.
Παρ’ όλα αυτά το queer σινεμά στην Ελλάδα έχει μια αμφίσημη πορεία, με λιγοστά σύγχρονα έργα (πχ Στρέλλα του Πάνου Κούτρα) που αποδίδουν ωστόσο αρκετά αληθινά μια μη cis-ετεροκανονική πραγματικότητα. Πώς θα το σχολίαζες εσύ αυτό το γεγονός;
Νομίζω ότι η ιστορία του queer ελληνικού σινεμά ξεκινάει δειλά δειλά τη δεκαετία του 70’, ενώ τη δεκαετία του 90’ μέσω των ταινιών του Γιάνναρη και του Δήμα φανερώνεται η ανάγκη για την εγκατάσταση του ελληνικού queer σινεμά. Οι δημιουργοί αυτοί απέδωσαν με μια αίσθηση απενοχοποίησης την queer εμπειρία και άνοιξαν τον δρόμο στους επόμενους να προχωρήσουν τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα. Για τη δική μου γενιά πράγματι η “Στρέλλα” αποτελεί ορόσημο, καθώς κατόρθωσε να μιλήσει ανοιχτά, απροκάλυπτα και κυρίως ειλικρινά για τη σεξουαλικότητα και την τρανς εμπειρία, με την ιδιαίτερα αυθεντική ματιά του Κούτρα. Πιστεύω στην αλήθεια και ειλικρίνεια της βιωμένης εμπειρίας, επομένως και στις queer ιστορίες που μοιράζονται από τους ίδιους τους queer δημιουργούς. Το μέλλον φαίνεται αρκετά ελπιδοφόρο, εφόσον δίνεται χώρος και τόπος σε αυτούς τους ανθρώπους να μοιραστούν τις ιστορίες τους.
Η τρανς ταυτότητα έχει αποτελέσει πότε ταμπού και πότε αντικείμενο χλευασμού στην ελληνική τηλεόραση. Μάλιστα σχεδόν πάντα αυτούς τους χαρακτήρες υποδύονταν cis-straight λευκοί άντρες και πιο σπάνια γυναίκες. Τι και αν πιστεύεις ότι έχει αλλάξει κάτι με τα χρόνια;
Το ότι η “Στρέλλα” κατάφερε να εισβάλλει σαν είδηση μέσω της τηλεόρασης σε κάθε σπίτι πιστεύω και πάλι αντανακλά την ανάγκη και ετοιμότητα ολόκληρης της κοινωνίας να μιλήσει και να (από)δεχτεί αυτές τις θεματικές, κάτι το οποίο αφορά κατ’ επέκταση και τους ίδιους τους δημιουργούς. Πριν κάποια χρόνια το θέμα της αναπαράστασης των χαρακτήρων αυτών στην καλλιτεχνική δημιουργία, δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε καν σε ακαδημαικό επίπεδο. Σήμερα το να κάνεις μια ταινία με μια trans γυναίκα την οποία υποδύεται ένας cis- άντρας, θα μπορούσε να θεωρηθεί καπώς εκτός πραγματικότητας. Όσο προχωρά ο χρόνος, τόσο εξελίσσεται και η συζήτηση και ως εκ τούτου και οι όροι της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Πώς το θρησκευτικό στοιχείο με όρους συμβόλου εισάγεται στην ταινία; Τι ήθελες να δείξεις μέσα από αυτό;
Η ιδέα ήρθε εξ αρχής αρκετά συνδεδεμένη με το θρησκευτικό στοιχείο, τόσο γιατί μεγαλωμένος μέσα σε ένα θρησκευτικό περιβάλλον το νιώθω αρκετά κοντά μου, όσο και γιατί αποτελεί ένα συλλογικό βίωμα το οποίο πιστεύω βοήθησε στην αποδοχή της ιστορίας από ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο εκ πρώτης όψεως ίσως και να τασσόταν εναντίον μιας τέτοιας θεματικής. Νιώθω ότι όταν θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον, προτείνοντάς του μια διαφορετική οπτική, ίσως είναι ευνοϊκό να κάνεις χρήση των στοιχείων που ήδη γνωρίζει και αισθάνεται οικεία.
Τι ετοιμάζεις ή είσαι στην διαδικασία να σκεφτείς για το μέλλον σου σκηνοθετικά, δεδομένης και της αβέβαιης κατάστασης με την πανδημία;
Προσπαθώ να μην σκέφτομαι ιδιαίτερα τις πρακτικές επιπτώσεις, όσο μάλλον τις ψυχολογικές που (θα) επιφέρει η πανδημία, αλλά παραμένω αισιόδοξος για το άμεσο μέλλον. Αυτή τη στιγμή προετοιμάζω την επόμενη μικρού μήκους ταινία μου, η οποία έχει να κάνει με το αβέβαιο μέλλον του έρωτα στον πλανήτη αυτό.