Στα πλαίσια του PDSFF22 (Positively Different Short Film Festival) παρουσιάζεται η μικρού μήκους ταινία “Το Βανκούβερ” της Άρτεμις Αναστασιάδου, που ασχολείται με την σχέση δυο αδελφών σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Εύβοιας και έτσι έγινε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.
Μετά το «I am Mackenzie»(σ.σ. μια μικρού μήκους για την αφύπνιση της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας φύλου στην Αμερική) επιστρέφεις ξανά (με σκηνοθεσία και σενάριο) σε μια ιστορία για την παιδική-εφηβική ηλικία με διαφορετικό κέντρο βάρους, αυτή την φορά στην Ελλάδα. Τι διαφορετικό υπήρξε στην όλη διαδικασία και πως προέκυψε η όλη ιδέα;
Στην ταινία μου Calling το 2017, πριν από το Μακένζι, εξερευνούσα τη μέση ηλικία και το θέμα της έμφυλης βίας…όλα αυτά είναι θέματα που με απασχολούν και με στοιχειώνουν και βρίσκουν διαφορετική πρωταγωνίστρια και τόπο κάθε φορά για να βγουν στην επιφάνεια και να επικοινωνηθούν. Είναι πολλές οι επιρροές και οι αναφορές που είχα για την ιστορία του Βανκούβερ, προσωπικές αλλά και ανθρώπων που έχω γνωρίσει, αλλά σίγουρα η ιστορία γεννήθηκε μια μοναχική μέρα στο Μιζούρι των ΗΠΑ, που ένοιωθα σχεδόν αόρατη και εξαφανισμένη από αυτόν τον τόπο τον αγαπημένο που συνέχιζε να υπάρχει, ενώ εγώ ήμουν μακριά.
Απώλεια, αποχωρισμός, πένθος: η μικρή Βίκυ έρχεται αντιμέτωπη και με τα τρία, με αφορμή την φυγή του μεγάλου αδερφού της στο εξωτερικό. Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να τα διαχειριστεί και πώς αποτυπώνεται αυτό στην ταινία, σε σχέση κιόλας με τις αντιδράσεις των ενηλίκων;
Οι μεγάλοι στην ταινία, η μητέρα και ο Γιώργος, μια μέρα πριν την αναχώρηση, ασχολούνται με πρακτικότητες και δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με το φόβο και τη στεναχώρια της μικρής. Αυτές ακριβώς οι πρακτικότητες όμως, όπως η πώληση του παπιού, η βαλίτσα , το πέταμα των ρούχων, είναι που κάνει τη μικρή να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη αλλαγή που έρχεται, καθώς αυτές διαταράσσουν την καθημερινότητα της. Όσο για τις τρεις μεγάλες έννοιες, απώλεια , αποχωρισμός , πένθος, νομίζω ότι είναι πραγματικότητες που θα αντιμετωπίσει η Βίκυ μετά το τέλος της ιστορίας. Αφού δηλαδή φύγει ο Γιώργος. Στην ταινία αυτές οι έννοιες συνομιλούν περισσότερο με τις εμπειρίες των ιδίων των θεατών και αποκτούν την ανάλογη υπόσταση και βάθος στο δικό τους μυαλό.
Η Βίκυ φαίνεται να θαυμάζει τον μεγάλο αδερφό της και παρουσιάζεται ιδιαίτερα προσκολλημένη σ’ αυτή την αντρική φιγούρα, ειδικά μπροστά στην επικείμενη φυγή του. ‘Ενας τρόπος να τον «κρατήσει» εκεί, τουλάχιστον στην φαντασία της, είναι να κάνει το κόλπο με το νόμισμα εν είδει «ξορκιού». Τι ρόλο καταλαμβάνει το φανταστικό (με αφορμή την λαϊκή δοξασία της Λάμιας με το νόμισμα) σε μια τόσο νεορεαλιστική προσέγγιση;
Το φανταστικό εδώ είναι η ευχή και η προσευχή της Βίκυς στη σκηνή της θάλασσας. Κατά τ ‘άλλα, κινηματογραφικά, πολύ συνειδητά μείναμε προσκολλημένοι στο ρεαλισμό. Νομίζω ότι θα ήταν σχετικά εύκολο να πάμε προς το είδος του φανταστικού, και να φτιάξουμε μια ταινία με μαγικά και θρύλους. Αλλά στο βανκούβερ, ήθελα να μιλήσω για την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα, που δρα σα μια Λάμια που εξαφανίζει τους ανθρώπους της.
Πώς χτίστηκε η σχέση των δυο χαρακτήρων και συγκεκριμένα η συνύπαρξη και εμπιστοσύνη μεταξύ της Μαργιάννας Καρβουνιάρης και του Βασίλη Κουτσογιάννη, από την στιγμή που η πρώτη δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός; Ήταν επιλογή το casting μη-επαγγελματιών, ερασιτεχνών ηθοποιών;
Η σχέση χτίστηκε με πολλές εκδρομές στο Αλιβέρι, όπου κατοικεί η Μαργιάννα. Οι πρόβες μας ήταν παιχνίδια ενδυνάμωσης, βόλτα στα μέρη του γυρίσματος, επαφή με τον κόσμο εκεί, αυτοσχεδιασμοί, μπάνιο στη θάλασσα! Είχαμε παρέα και τη συνεργάτιδα μας, θεατροπαιδαγωγό και παιγνιοθεραπεύτρια Κάκια Καλαντζίδου που πλαισίωσε τη δουλειά με ασκήσεις εμπιστοσύνης, ενδυνάμωσης και προσωπικής έκφρασης.
Όλο το setting της ταινίας (πχ η επιλογή της περιοχής στην Εύβοια με τα παρατημένα εργοστάσια λιγνίτη) βγάζει μια πολύ balkan (και) ταξική οπτική. Ήταν πρόθεσή σου να καταδείξεις και αυτή την πλευρά;
Η εγκατάλειψη και η ερημοποίηση της Ελλάδας, στο οπτικό πεδίο, μου φαίνεται τεράστια. Τα δέκα, δώδεκα χρόνια της οικονομικής κρίσης σαν έχουν γράψει πια στις πόλεις και τα χωριά μας. Είναι παντού γύρω μας. Το Μηλάκι, που συνδυάζει την ειδυλλιακή φύση με τα παρατημένα κτήρια και τα εργοστάσια να «βιάζουν» την ομορφιά του τοπίου, νομίζω μεταδίδει πολύ άμεσα και οπτικά την κατάσταση στην Ελλάδα ,αλλά και το συναίσθημα της εγκατάλειψής των νέων από το ίδιο το ελληνικό κράτος που με τις πολιτικές του, δεκαετίες τώρα, αρνείται να μας παρέχει τη δυνατότητα για αξιοπρεπή εργασία, προσωπική ευημερία και κατ’επέκταση ανεξαρτησία και αυτοπροσδιορισμό. Ναι, και φυσικά η οπτική ματιά είναι πάντα κοντά στις λιγότερο προνομιούχες του κόσμου αυτού.
Η ταινία έκανε πριν λίγες εβδομάδες διεθνή πρεμιέρα στο 72ο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου απέσπασε και ειδική μνεία. Πόσο διαφορετικό ήταν το feedback του σινεφίλ κοινού μιας κεντροευρωπαϊκής χώρας σε σχέση με την βιωμένη εμπειρία της Ελλάδας;
Το κοινό στο Βερολίνο είναι πολυπολιτισμικό. Επίσης οι προβολές του τμήματος Generation έχουν ένα πολύ οικονομικό εισιτήριο σε σχέση με τις υπόλοιπες προβολές, οπότε νομίζω ότι οι θεατές ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές εθνικές ομάδες και οικονομικές τάξεις. Θα έλεγα ότι ο κόσμος προσηλώθηκε στο συναίσθημα του αποχωρισμού περισσότερο, με το οποίο συνδέθηκε. Ήταν πολύ περίεργοι να μάθουν για την περιοχή επίσης.
Για μένα ήταν μεγαλύτερη αποκάλυψη, που είδα την ταινία για πρώτη φορά έξω από την Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον τόσο διαφορετικό. Ένοιωσα ότι αναδείχθηκαν τα χρώματα της φύσης και το φως που διακατέχει την ταινία. Ήταν πολύ καθαρό ότι η ιστορία μας ανήκει σε ένα κόσμο κάπου μακριά, απομακρυσμένο και αφημένο στη μοίρα του.