Πάνε αρκετά χρόνια από την περίοδο που οι επιθέσεις στο βιοτικό μας επίπεδο προκαλούσαν μια σχεδόν αντανακλαστική αντίδραση, που συχνά αποτυπωνόταν στη φράση «δεν αντέχουμε άλλο».
Άλλοτε τυπωμένη σε ιλουστρασιόν πανό των «επίσημων» συνδικάτων, άλλοτε γνήσια κραυγή απόγνωσης από ανθρώπους σε διαρκή πτώση στο έρεβος της φτώχειας, το «δεν αντέχω/ δεν αντέχουμε» έθετε ένα ηθικό πλαίσιο σε ένα υλικό πρόβλημα: Αναλόγως την ανάγνωση, παρακαλούσε τους «από πάνω» να σταματήσουν την επίθεση, ή τους εξηγούσε γιατί τόσοι άνθρωποι βρίσκονται στον δρόμο. Ή, από την άλλη, καλούσε όσους εκ του μακρόθεν παρακολουθούσαν την κινητοποίηση να συνταχθούν μαζί της, αν και αυτοί νιώθουν ότι εντάσσονται στην κατηγορία που «δεν αντέχει».
Τα χρόνια πέρασαν, και οι αντοχές μας διευρύνθηκαν. Μάθαμε να αντέχουμε πολλά: Να πληρώνουμε τα κύματα της φτώχειας αλλά και τις παλίρροιες της ανάπτυξης. Να παρακολουθούμε μακάριοι και ατάραχοι την αδικία, γυρίζοντας και το άλλο μάγουλο όταν μας χαστουκίζουν. Να καταστρώνουμε σχέδια ατομικής αντιμετώπισης παγκοσμίου επιπέδου προκλήσεων, και παρότι νομοτελειακά βαδίζουμε από ματαίωση σε ματαίωση, να επιμένουμε ξανά και ξανά. Να πιανόμαστε από χίμαιρες για να αντιμετωπίσουμε την καθημερινότητα.
Το μάθανε, άλλωστε, ότι είμαστε ανθεκτικοί: «Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία έχει επιδείξει μεγάλη ωριμότητα. Αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των εισαγόμενων κρίσεων και πιστεύω ότι εκτιμά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να διατηρήσει τη συνοχή και την ενότητα της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς σε καμία περίπτωση να ναρκοθετεί την επόμενη μέρα», δήλωνε στις 27 Σεπτεμβρίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αλήθεια, τόσο «ώριμοι» γίναμε πια; Να κοιτάμε το σπίτι μας να καίγεται και να λέμε «δεν πειράζει, υπάρχουν και χειρότερα;»
Τους τελευταίους μήνες σε πολλές χώρες του κόσμου φουντώνει ένα τεράστιο κύμα απεργιών και κάθε είδους διαμαρτυριών για το κόστος ζωής, για τον πληθωρισμό, την ενέργεια και τον πόλεμο. Σε Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία και Ισπανία, στη Λατινική Αμερική και στην Ασία, κινητοποιήσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Το να κοιτά κανείς από μακριά ή να αποστρέφει το βλέμμα με τη ματαιότητα του «και τι θα καταλάβουν;», την πικρία του «και εδώ τα κάναμε, και τι άλλαξε;», τη χαιρεκακία μιας πιθανής αποτυχίας, τη σιγουριά του «κοίτα τη δουλειά σου εσύ», την αυταπάτη του «αν είσαι άξιος θα πας μπροστά» ή την κουτοπονηριά του «κάπως θα βολευτούμε» (ή κάποιος θα μας βολέψει), όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν την περίφημη «ωριμότητα», όπως το έθεσε ο πρωθυπουργός, δεν αποτελούν μαγκιά.
Όπως μαγκιά δεν είναι και η αντοχή: Είναι αυτοταπείνωση.