Έχει επικρατήσει κάπως, 56 χρόνια μετά την επιβολή της χούντας, το καθεστώς των συνταγματαρχών να προσεγγίζεται *απλώς* ως ένα πλαίσιο υπερβολικά αυστηρό, καταστολής δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Κάποιες φορές στον δημόσιο λόγο επανέρχονται και οι εξορίες, οι εκτοπίσεις και τα βασανιστήρια, αν και τα τρία τελευταία αυτά στοιχεία υποχωρούν ολοένα και περισσότερο στο κοινό μνημονικό. Κάποιες άλλες, η χούντα “ξεπλένεται” ως μια περίοδος αυστηρή μεν αλλά ηθικώς ασπιλη και αμόλυντη – όσο αμόλυντος μπορεί να είναι κάποιος που έχει βουτήξει τα χέρια του στο αίμα.
Η επταετής δικτατορία, όμως, ως συμπύκνωση και αποκορύφωμα του ημιφασιστικού καθεστώτος της εθνικοφροσύνης που επικράτησε μετά τον πόλεμο, ήταν και είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.
Γιατί οι στρατιωτικοί και οι συν αυτοίς, περισσότερο από ένστικτο επιβίωσης παρά από κάποιο σχέδιο, εργάστηκαν συστηματικά για τη δημιουργία μιας νέας μορφής ανθρώπων – πολιτών, ιδιωτών και καταναλωτών – στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Για τη δημιουργία μιας κοινωνίας κακομοίρηδων φιλοτομαριστών που θα κοιτούν την πάρτη τους όσο χουντικοί, βιομήχανοι, εφοπλιστές και Αμερικανοί θα κάνουν πάρτι σε έναν τόπο που είναι δικός τους, και όχι δικός μας.
Γι’αυτό και οι τόποι της χούντας ήταν και παραμένουν διάσπαρτοι στο dna της Ελλάδας, συμπυκνώνοντας πλευρές της σήψης που κατετρυχε τη μεταπολίτευση – και που σε πολλαπλάσιο βαθμό κατατρέχει την μετα-μεταπολιτευση.
Η λατρεία του αυτοκινήτου και των δρόμων (πάνω στους οποίους τσουλαγαν τανκς), η αποθέωση της αντιπαροχής, τα γκρεμισμένα νεοκλασσικά που μπάζωσαν το Φάληρο, το χαμένο ρολόι και η αγορά του Πειραιά και ο μέχρι σήμερα χάσκων πύργος του, το κατεδαφισμενο ξενοδοχείο Ακταίον, οι διαλυμένες πόλεις της χώρας και τα ισοπεδωμένα ιστορικά τους κέντρα , τα ξενοδοχεία πάνω στην άμμο, τα πετροχημικά σε μνημεία της φύσης, το ηλίθιο χιούμορ, οι βλακώδεις ταινίες της Φίνος, ο επαρχιώτικος μικρομεγαλισμός, η πολεμική αρετή των Ελλήνων, το κιτς, η εκτός σχεδίου δόμηση και η νομιμοποίηση των αυθαίρετων, η αποθέωση του ρουσφετιου και του “έχω έναν δικό μου στην *Χ* υπηρεσία”, η ελευσίνια Περσεφόνη που κοιμάται για πάντα στην αγκαλιά της Γης, το κλαρίνο της ναφθαλίνης και τα αμερικανικά πικ απ, η λατρεία του τσιμέντου, το “κοίτα τη δουλειά σου εσύ και μην ασχολείσαι”, τα σαπια κρέατα Αργεντινής, το “καίω τα δάση χτίζω μεζονέτες” και οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, ο εθνικός ψευτοτσαμπουκάς, ο κλειστός εθνοκεντρισμός συνδυασμένος με διάπλατη δυτικομανία, η οικονομία της αρπαχτής και του μπετόν, η βίλα του Παπαδόπουλου στο δάσος της Πάρνηθας, η βίλα του Παπαδόπουλου στο Λαγονήσι – δώρο του Ωνάση, η ταύτιση (ούτε καν διαπλοκή) επιχειρηματιών – χουντικών, οι φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις, τα φιλοεπενδυτικά πλαίσια, η ελεγχόμενη ενημέρωση, οι εξυπηρετήσεις και τα “δώρα” σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης, η ασύλληπτη διαφθορά, οι ΝΑΤΟϊκοί τεμενάδες, το διοικητικό μπάχαλο, η οργιάζουσα γραφειοκρατία, τα βολέματα ημετέρων, η αφόρητη ελαφρότητα και ο απάλευτος συντηρητισμός: όλα αυτά – και άλλα τόσα – ήταν σε επίπεδο ανθρωπότυπου η χούντα.
Αυτά κληροδότησε στη Μεταπολίτευση, οι πιο υγιείς εκφάνσεις της οποίας πάλεψαν με νύχια και με δόντια ενάντια στο φρικαλέο υπόστρωμα που δημιούργησε η επταετία στον τρόπο σκέψης μιας ολόκληρης χώρας.
Προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον ριζοσπαστισμό των ’60s, η χούντα έδωσε όραμα στην ανερχόμενη μεσαία αστική τάξη, δημιουργώντας μια τερατογενεση που συνδύαζε τα ιδανικά της διεφθαρμένης μεγαλοαστικής τάξης (γέννημα θρέμμα της κατοχής και του σχεδίου Μάρσαλ) με την μικροαστική ηθική και τον επαρχιώτικο εθνικισμό. Το αποτέλεσμα πασπαλίστηκε με μπόλικες δόσεις ατομισμού και υποκρισίας – και σαθρή οικονομική ανάπτυξη μέσω της οικοδομής και του τουρισμού, που κατέρρευσε με πάταγο στην πετρελαϊκή κρίση του ’73.
Με δυο λόγια, η χούντα δημιούργησε τον Νεοέλληνα για τον οποίον τραγούδησε ο Πανούσης. Και αυτός ο ανθρωπότυπος του Νεοέλληνα στοίχειωνε την μεταπολίτευση. Τώρα, στην μετα-μεταπολίτευση, έχει πια βρικολακιάσει.