Benedetta- θρησκεία και επιθυμία σε ένα ιταλικό μοναστήρι του Μεσαίωνα

Η νέα ταινία του Πολ Βερχόφεν, Μπενεντέτα, είναι μία ευχάριστη δίωρη απασχόληση, που δεν ανταποκρίνεται στο hype των υψηλών τεχνικών προδιαγραφών και του φανταχτερού καστ.

Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της Judith C. Brown «Άσεμνες Πράξεις: Η Ζωή μιας Λεσβίας Καλόγριας στην Αναγεννησιακή Ιταλία» που περιγράφει μια δίκη στην Ιταλία του 17ου αιώνα, όπου η τοπική ηγούμενη του μοναστηριού Μπενεντέτα Καρλίνι καταδικάζεται για σοδομία λόγω της ερωτικής της σχέσης με μια άλλη καλόγρια, την Μπαρτολομέα.

Η πλοκή ακολουθεί την ζωή της Μπενεντέτα η οποία μπαίνει στο μοναστήρι της Πέσκια, στην Τοσκάνη και αφοσιώνεται από την παιδική της ηλικία στην έκφραση του θελήματος του Θεού. Η ίδια φαίνεται να είναι ικανή από νεαρή ηλικία να κάνει θαύματα και έτσι βλέπει την επίδραση που έχει στη ζωή της κοινότητας να εξελίσσεται άμεσα και συγκλονιστικά. Τα πράγματα αλλάζουν όταν η Μπενεντέτα παίρνει στο μοναστήρι της μια νεαρή γυναίκα, την Μπαρτολομέα για να τη σώσει από την κακοποιητική της οικογένεια. Αρχικά αρνείται την όποια σεξουαλική έλξη νιώθει γι’ αυτήν και υποβάλλοντάς την Μπαρτολομέα σε επίπονες διαδικασίες προσπαθεί να ξορκίσει την λαγνεία της. Τελικά οι δυο τους καταλήγουν μαζί, με την Μπενεντέτα μέσα από τα διάφορα οράματά της να προσπαθεί να ερμηνεύσει τις θρησκευτικές παραβολές και τα οράματά της κατά το δοκούν, προκειμένου ό,τι κάνει να θεωρείται θεόπνευστο.

Αν και προσπαθεί σε διάφορα σημεία η ταινία να αποκτήσει επικά χαρακτηριστικά ή να εμπνεύσει ένα μυσταγωγικό κλίμα, όπως κατάφεραν άλλωτε παρόμοιες ταινίες του είδους (πχ το Όνομα του Ρόδου), εντούτοις καθηλώνεται σε μια επιφανειακή παρουσίαση των χαρακτήρων και πολλές φορές το ερωτικό στοιχείο μοιάζει επιβεβλημένο. Δεν χτίζεται σταδιακά σεξουαλική ένταση μεταξύ των δυο πρωταγωνιστριών και από νωρίς προετοιμαζόμαστε για κάποια ωμή σεξουαλική σκηνή, που τελικά παραμένει μόνο αυτό. Υπάρχουν κάποιες κωμικές σκηνές που σατυρίζουν την σοβαροφάνεια και τον πουριτανισμό της εποχής, επαναφέροντάς μας στο σήμερα με ένα αναχρονιστικό τρόπο, που και αυτές προκαλούν περισσότερο ένα μειδίαμα σε αυτό το αταξινόμητο κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Ο σκηνοθέτης Πολ Βερχόφεν μοιάζει να ειδικεύεται στα ψυχολογικά θρίλερ με κεντρικές πρωταγωνίστριες που δεν ντρέπονται να εκφράσουν την σεξουαλικότητά τους (Βασικό Ένστικτο, Elle), ωστόσο χάνει το στοίχημα για την Benedetta. Η καλή παραγωγή και εξίσου καλή φωτογραφία, δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν το αποτέλεσμα, αν και οι ερμηνείες της Δάφνης Πατακιά και της Σαρλότ Ράμπλινγκ «κουβαλούν» εμηνευτικά το σύνολο του έργου.

Παρά τις όποιες αδυναμίες, η ταινία μπορεί να ειδωθεί ως εν δυνάμει φεμινιστική. Όπως ανέφερε και ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του: “η Μπενεντέτα ήταν μια γυναίκα του 17ου αιώνα που είχε αποκτήσει πραγματική εξουσία, και μέσα στο μοναστήρι της αλλά και γενικά στην πόλη της Πέσκια. Η Μπενεντέτα ήταν διάσημη ως αγία και ως ηγουμένη του μοναστηριού. Απέκτησε θέσεις εξουσίας μέσα από το ταλέντο, τα οράματα, τις δολοπλοκίες, τα ψέματα και τη δημιουργικότητά της. Ό,τι και να σημαίνει αυτό, το κατάφερε σε μια εποχή και μια κοινωνία που οι άντρες ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι. Οι γυναίκες δεν είχαν καμία αξία πέρα από την αντρική ικανοποίηση και την αναπαραγωγή. Δεν είχαν θέσεις εξουσίας.”