Fomo, θετικότητα, επιδοσιακό υποκείμενο- Ζούμε σε μια κοινωνία της κόπωσης;

Ryan Goshling, sex dolls, ΟΟΣΑ, fomo, τέλος των πειθαρχικών κοινωνιών και μήπως αρχή της κοινωνίας της κόπωσης;

Όποιος έχει δει την ταινία επιστημονικής φαντασίας Blade Runner 2049 του Ντένις Βιλνέβ (η οποία αποτελεί sequel της πρώτης ταινίας Blade Runner του Ρίντλει Σκοτ που κυκλοφόρησε το 1982) θα θυμάται πως ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Ράιαν Γκόσλινγκ σε ρόλο μοναχικού κυνηγού επικηρυγμένου ανθρωπόμορφων ανδροειδών όταν γυρνάει στο διαμέρισμα του τον περιμένει η κοπέλα του η οποία ωστόσο είναι ολόγραμμα που διαθέτει τεχνητή νοημοσύνη.

Blade Runner 2049 (2017)- Denis Villeneuve

Αν και είμαστε ακόμα μακριά για να περάσει ένα τέτοιο σενάριο από την φαντασία στην πραγματικότητα, με μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει πόσο έχει αναπτυχθεί η βιομηχανία αυτών που κάποτε λέγονταν sex dolls. Και λέω κάποτε γιατί αυτό που είχαμε σαν εικόνα στο μυαλό μας ως μία φουσκωτή κούκλα, πλέον είναι εξελιγμένα ρομπότ με αξία που αγγίζει αρκετές χιλιάδες ευρώ το καθένα. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση όμως είναι να παρατηρήσει κανείς το πως παρουσιάζονται αυτά τα ρομπότ από τις εταιρίες που τα φτιάχνουν. Η έμφαση δεν δίνεται τόσο στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά όσο στην εξελιγμένη τους νοημοσύνη και στην δυνατότητα να προσφέρουν συντροφιά στον κάτοχο τους. Οι εταιρίες διαφημίζουν ότι μπορούν να χρησιμεύσουν από γραμματέας, σύντροφος, οικιακός βοηθός μέχρι και σύμβουλος ψυχολογικής υποστήριξης. Υπάρχει πραγματικά όμως ανάγκη για μια τέτοια αγορά;

Αν στην Ελλάδα η σκέψη να έχουμε ένα ρομπότ για συντροφιά μας φαίνεται περίεργο, σε μια σειρά από μητροπόλεις του σύγχρονου καπιταλισμού η πραγματικότητα είναι διαφορετική με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτές της Άπω Ανατολής. Ενδεικτικά αν πάμε στην Ιαπωνία (την χώρα που έχει επίσημα Υπουργείο Μοναξιάς), σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ το 2021, περίπου το 15% του ενήλικου πληθυσμού της δεν διαθέτει άλλες κοινωνικές σχέσεις πέρα από την εργασία και την οικογένεια του. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό μεταφράζεται σε 15 εκατομμύρια ανθρώπους περίπου. Και όπως είναι φυσικό αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ποσοστά των ανθρώπων που πάσχουν από κατάθλιψη ή επιλέγουν να δώσουν τέλος στην ζωή τους να είναι διαρκώς ανοδικά. Κάποιος θα μπορούσε να αποδώσει το φαινόμενο στις ιδιαιτερότητες της ασιατικής κουλτούρας, την εγγενή πειθαρχία των κοινωνιών αυτών ή στην ηθική της εργασίας που έχουν. Στο γνωστό αριστούργημα του Aκίρα Κουροσάβα, το Ikiru, ο πρωταγωνιστής είναι περήφανος που σε τριάντα χρόνια υπηρεσίας στην βαρετή δουλειά του δεν έχει λείψει ποτέ μέχρι να μάθει βέβαια ότι έχει καρκίνο για να συνειδητοποιήσει πόσο μάταια σπατάλησε την ζωή του μέχρι τότε. Και πράγματι ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της εντατικοποιημένης εργασίας, είναι γεγονός πως τα εξοντωτικά ωράρια και οι πιεστικές συνθήκες με τις οποίες δουλεύει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής της κοινωνίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κοινωνική δραστηριότητα. Ποιος όμως θα υποστήριζε πως μία πραγματικότητα με εργασιακά ωράριο λάστιχο και αμοιβές που δεν φτάνουν για να ζήσει κανένας αξιοπρεπώς είναι μόνο μια ασιατική πραγματικότητα;

Ikiru(1952) -Akira Kurosawa

Σε ένα του πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο, την Κοινωνία της Κόπωσης (The Burnout Society), ο Γερμανο-ελβετός φιλόσοφος με καταγωγή από την Ν. Κορέα, Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν επιχειρηματολογεί για το υποκείμενο της εποχής μας, το «επιδοσιακό υποκείμενο» όπως το αποκαλεί. Θεωρεί ότι πλέον οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περάσει την εποχή της αρνητικότητας και του φόβου απέναντι στον Άλλο, (όπως είναι για παράδειγμα η κοινωνία του ελέγχου που περιγράφει ο Μισέλ Φουκώ και η μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναπτύσει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν στο βιβλίο του Homo Sacer) στην εποχή της θετικότητας. Θετικότητα σημαίνει ότι πλέον βρισκόμαστε σε μια διαρκή κατάσταση υπερδιέγερσης και ανάγκης να νιώθουμε ότι συνεχώς κάνουμε κάτι και είμαστε παραγωγικοί. Πάσχουμε από την έλλειψη της δύναμης να μην κάνουμε κάτι. Αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας σαν ένα διαρκές πρότζεκτ χωρίς αρχή μέση και τέλος όπου κάθε μας δραστηριότητα συμβάλει στην εξέλιξη αυτού του πρότζεκτ. Το ότι δεν λογοδοτούμε απέναντι στον Άλλο πλέον σημαίνει ότι εμείς οι ίδιοι δεν πράττουμε από κάποια έξωθεν επιβολή αλλά εξ’ αιτίας της δικιάς μας βούλησης. Είμαστε ταυτόχρονα εκμεταλλευτές του εαυτού μας και εκμεταλλευόμενοι. Αποτέλεσμα αυτού του πλεονάσματος θετικότητας είναι και οι νευρωνικές διαταραχές που χαρακτηρίζουν την εποχή μας όπως η κατάθλιψη, το burnout, η Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας(ΔΕΠΥ). Δεν υπάρχει ίσως φράση που να συνοψίζει με πιο πετυχημένο τρόπο αυτό το πλεόνασμα θετικότητας της εποχής μας από το σλόγκαν της AdidasImpossible is nothing”.

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο Χαν ανακάλυψε εκείνα τα μαγικά αναλυτικά εργαλεία με τα οποία θα ερμηνεύσουμε την εποχή μας. Και η εμπειρία από την διαχείριση της πανδημίας Covid19 τα προηγούμενα χρόνια αν μη τι άλλο μας έδειξε πως κάθε άλλο έχουν πεθάνει οι πειθαρχικές κοινωνίες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η εξωτερική πειθάρχηση και η αυτοπειθάρχηση όπως την περιγράφει ο Χαν είναι απαραίτητα έννοιες αντιπαραθετικές. Θα είχε περισσότερο νόημα να ιδωθεί σαν τάση η οποία σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό μπορεί και να δημιουργεί νέες ποιότητες ενσωματώνοντας και πλευρές των παλαιότερων (για να θυμηθούμε και τον κλασικό μαρξισμό).

Και αφού μιλήσαμε για τάσεις. Αν από την πλευρά είναι υπαρκτή η τάση μας να δουλεύουμε άπειρες ώρες και να μαζεύουμε συνεχώς εμπειρία και δεξιότητες, να πάσχουμε από Fomo (Fear of Missing Out) και να νιώθουμε ότι συνεχώς συμβαίνουν πράγματα γύρω μας τα οποία χάνουμε, να είμαστε εθισμένοι στα social media, να αγχωνόμαστε συνεχώς ότι δεν είμαστε αρκετά χρήσιμοι ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μας, να πάσχουμε από κατάθλιψη, εξίσου υπαρκτή είναι και η αντίρροπη τάση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής περισσότεροι από 21 εκατομμύρια εργαζόμενοι από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 2021 αποφάσισαν να αφήσουν την δουλειά τους. Το ίδιο συνέβη και σε μια σειρά από χώρες του κόσμου. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε η «Μεγάλη Παραίτηση» (Big Quit) και είναι ένα φαινόμενο που συναντάται κυρίως σε ηλικίες κάτω των 40 ετών, στις γενιές των Millennials και της Gen Z δηλαδή. Ένας από τους βασικούς λόγους που ανέφεραν αυτοί οι άνθρωποι είναι η προτεραιοποίηση της ψυχικής τους υγείας από το να δουλεύουν σε πολύ κακές συνθήκες για μικρές αμοιβές. Αρκούν όμως οι μαζικές παραιτήσεις για να υποχρεωθούν τα κράτη και ο σύγχρονος καπιταλισμός να δώσουν περισσότερα στους εργαζομένους; Μάλλον όχι θα πω. Αλλά δεν γίνεται να υποτιμήσει κανείς πως αποτελεί μιας μορφής αμφισβήτηση των χαρακτηριστικών της διαρκούς επίδοσης του σύγχρονου υποκειμένου.

Ότι στην τελική, σ’ έναν κόσμο που για να επιβιώσεις θα πρέπει διαρκώς να είσαι χρήσιμος, θα είμαστε όλοι άχρηστοι.