Aftersun- η καταπραϋντική και ανακουφιστική δύναμη της ανάμνησης

Η Charlotte Wells, με το Aftersun να είναι η πρώτη της ταινία, αποτυπώνει σε VHS την παιδική της ηλικία και την σχέση με τον πατέρα. 

Λίγο πριν μας αφήσει η κινηματογραφική χρονιά, έρχεται το καλοκαιρινό και συναισθηματικό ζεστό Aftersun να μας προκαλέσει συγκίνηση και νοσταλγία. Η σχέση της 11χρονης Sophie με τον 32χρονο πατέρα της (ο Paul Mescal του Normal People στον ομώνυμο ρόλο)  σε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην Τουρκία εξελίσσεται σε μια τρυφερή απεικόνιση της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης αντίστοιχα. Τι και αν έχουν περάσει χρόνια από τότε, η κάμερα που ανακαλύπτει μετά από χρόνια η Sophie και καταγράφει εκείνο το ταξίδι την καλεί στο να αναδιατάξει μια καλά κρυμμένη ανάμνηση. 

Είναι σίγουρα θεραπευτική και καταπραϋντική η δύναμη της μνήμης, πράγμα που αποδεικνύεται από το ίδιο το φιλμ. Μέσα στην αφηγηματική αλλά και σκηνοθετική του απλότητα, οι δυο χαρακτήρες γνωρίζονται και έρχονται πιο κοντά ενώ ο χαρακτήρας της μητέρας είναι – κατά σκηνοθετική επιλογήν- απών. Συνηθίζεται στο σινεμά να υπάρχει ή να υπονοείται η απουσία της πατρικής φιγούρας, επομένως είναι ενδιαφέρουσα αυτή η απεικόνιση από την πλευρά της κόρης. Αυτό δεν σημαίνει πως ο χαρακτήρας του πατέρα παρουσιάζεται εξ’ αρχής συναισθηματικά διαθέσιμος, ίσα ίσα που συμβαίνει το αντίθετο. Ο Calum φορτισμένος από τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα και παράλληλα επιφορτισμένος με την φροντίδα του παιδιού του, προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις αυξημένες ευθύνες της ενήλικης ζωής ενώ είναι -μόλις- 30. Στην αντίπερα όχθη, η κόρη του εκφράζει το πόσο θέλει να μεγαλώσει και να απολαύσει την ελευθερία του να είσαι ενήλικας και όλα αυτά συμβαίνουν στο χαλαρό πλαίσιο των διακοπών.  

Η επιτυχία της ταινίας πέρα από την ξεκάθαρα επιτυχημένη και αβίαστη ερμηνεία των χαρακτήρων, έγκειται εν μέρει στο νοσταλγικό κλίμα που δημιουργεί η φωτογραφία και η πρωτότυπη σύνθεση των κάδρων. Αυτή η διάθεση αισθητικής επιστροφής στα 80s και 90s, εποχή που μάλλον τοποθετείται και η ταινία, λειτουργεί εν μέρει προωθητικά για το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Σε καμία περίπτωση δεν μειώνεται έτσι η κινηματογραφική αξία της ταινίας, γιατί παράλληλα αποτελεί μια κατάθεση ψυχής και μια παδική ανάμνηση που ανασύρεται και καλεί την ίδια την Sophie αλλά και εμάς ως θεατές να επανατοποθετηθούμε με το παρελθόν μας. Η τελευταία ανάμνηση της Sophie από τον πατέρα της -γιατί τελικά γι’ αυτό πρόκειται- είναι παράλληλα μια κραυγή στο παρόν της ως αποτέλεσμα της εκκωφαντικής σιωπής και απουσίας ενός γονιού που είχε τόσο ανάγκη. Το πένθος, η θλίψη και η επερχόμενη διαπραγμάτευση είναι κάποιοι από τους υποτόνους που πραγματεύεται η ταινία και απελευθερώνονται κυρίως με την τελευταία αμφιλεγόμενη σκηνή που ακολουθεί το τέλος του ταξιδιού και τον αποχωρισμό στο αεροδρόμιο. 

Το Aftersun που απλώνουν στα σώματά τους το καλοκαίρι πατέρας και κόρη αποτελεί την σωματοποιημένη έκφραση της τρυφερότητας που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ο καυτός ήλιος της Τουρκίας στο παρελθόν και το συναισθηματικό “έγκαυμα” της απώλειας στο παρόν λειτουργούν ως βάση πάνω στην οποία η ίδια η ταινία θα λειτουργήσει ως θεραπευτικός, μπορεί και αναλγητικός, παράγοντας.