«Ο αντίπαλός μας και εδώ είναι το βαθύ κράτος του αναχρονισμού, το οποίο δυστυχώς στους σιδηροδρόμους μας έχει εκδηλωθεί με μεγαλύτερη ένταση ενδεχομένως απ’ ό,τι σε άλλους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Πρέπει να καταπολεμήσουμε τις νησίδες εκείνες που αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό. Πρέπει να καταπολεμήσουμε -και το λέω ευθέως- και το δικό μας κακό εαυτό».
Τάδε έφη Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 14 Μαρτίου στο Μέγαρο Μαξίμου με τους εκπροσώπους των ΟΣΕ, ΕΡΓΟΣΕ και Hellenic Train, των δύο κρατικών και μίας ιδιωτικής πλην κρατικοδίαιτης Ανώνυμων Εταιρειών που ευθύνονται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και με αλληλοεπικαλυπτόμενο τρόπο, για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς.
Πριν αναρωτηθούμε ποιο είναι το «βαθύ κράτος του αναχρονισμού» με το οποίο δηλώνει αποφασισμένος να αναμετρηθεί ο πρωθυπουργός, ας παγώσουμε για λίγο τον χρόνο για να θυμηθούμε μια υπόθεση που εκτυλίχθηκε τριάμισι χρόνια πίσω, τον Νοέμβριο του 2019.
Ένα ρουσφέτι με πρωθυπουργική «βούλα»
Μία από τις πρώτες κινήσεις της νεαρής τότε κυβέρνησης ήταν να βολέψει διάφορα «δικά της παιδιά» στις διοικήσεις των νοσοκομείων ολόκληρης της επικράτειας – λίγους μόλις μήνες πριν την έκρηξη της πανδημίας του κορωνοϊού. Στο «τιμόνι» των νοσηλευτικών ιδρυμάτων βρέθηκαν έμποροι αγροτικών προϊόντων, γυμναστές και συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, ακόμα και οι πρόεδροι των ΝΟΔΕ Άρτας και Πρέβεζας.
Η διοίκηση του νοσοκομείου Καρδίτσας μάλιστα ανατέθηκε στον… 80χρονο τότε Κωνσταντίνο Πατέρα, πρώην πολιτευτής της ΝΔ, του ΛΑΟΣ και των ΑΝΕΛ. Μετά τον σάλο που προκλήθηκε ο ηλικιωμένος πολιτευτής παραιτήθηκε, όμως σε τηλεοπτική του συνέντευξη «κρέμασε στα μανταλάκια» τον πρωθυπουργό τον οποίον κατονόμασε ως πηγή του ρουσφετιού του.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ στις 27 Νοεμβρίου 2019, ο κ. Πατέρας υποστήριξε ότι όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον είχε καλέσει στο γραφείο του για να συζητήσουν το ενδεχόμενο να στρατευθεί εκ νέου με τη Νέα Δημοκρατία και να βοηθήσει στην εκλογική μάχη.
«Με κάλεσε κάτω ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Του είπα ότι “θα γυρίσω πίσω κύριε πρόεδρε να σας βοηθήσω, αφού θέλετε τη βοήθειά μου, αν έχετε την ευγενή καλοσύνη όταν γίνετε πρωθυπουργός και μπορείτε και θέλετε, δώστε μου μια από αυτές τις θέσεις’’», εξήγησε ο 80χρονος, που πρόσθεσε ότι ο πρωθυπουργός συμφώνησε στην πρότασή του.
Για την ιστορία, μετά τον σάλο που προκλήθηκε με τις ρουσφετολογικές προσλήψεις το υπ. Υγείας έκανε δεκτές τις παραιτήσεις έξι διοικητών και αναπληρωτών διοικητών νοσοκομείων και ανακάλεσε την εντολή διορισμού άλλων επτά.
Απαξίωση, βολέματα «ημετέρων» και στο βάθος ιδιωτικοποίηση
Δεν ξέρουμε αν μετά το δυστύχημα στα Τέμπη ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αναμετρηθεί και με τον… προσωπικό του «κακό εαυτό» – αν και τα «δεν γνώριζα, φταίμε όλοι» που το Μαξίμου επιχειρεί να ορθώσει ως αναχώματα στο κύμα οργής που εκφράζεται με ογκώδεις διαδηλώσεις, κάθε άλλο παρά αυτοκριτική δείχνουν.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η περίπτωση των νοσοκομείων είναι ενδεικτική του δίπολου απαξίωση-ιδιωτικοποίηση, μετά από κατακερματισμό, με το οποίο όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών επιχειρούν να προσφέρουν άλλοτε δημόσιους οργανισμούς βορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ανοίγοντάς του νέα πεδία κερδοφορίας.
Με τις ιδιωτικοποιήσεις μάλιστα να μετατρέπονται σε μια ιδιότυπη «θρησκεία» από την περίοδο των μνημονίων και έπειτα, η σαρωτική απαξίωση των δημόσιων οργανισμών και υπηρεσιών την τελευταία δεκαπενταετία έχει «χτυπήσει κόκκινο» – και αυτό περιλαμβάνει τόσο την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, όσο και τη χρησιμοποίησή τους για μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας βολέματα «ημετέρων».
Η εικόνα λοιπόν ενός ΟΣΕ σε κατάσταση διάλυσης του οποίου οι λιγοστοί, κουρασμένοι, μεγάλης ηλικίας και ενίοτε άπειροι εργαζόμενοι εκτελούν καμιά φορά διεκπεραιωτικά το καθήκον τους διαχειριζόμενοι με πρωτόγονα μέσα έναν κολοσσιαίο όγκο εργασίας σε μια ατμόσφαιρα παρακμής και απαξίωσης (εικόνα που φιλοτεχνείται με τα διαβόητα ηχητικά από τις συνομιλίες σταθμαρχών που διαχέονται σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ), αποτελεί ακριβώς απόρροια της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και όχι υπόλειμμα του «βαθέος αναχρονιστικού κράτους». Και φυσικά, μια χοντροκομμένη απόπειρα να καλυφθούν οι κυβερνητικές ευθύνες πίσω από τα… σουβλάκια των υπαλλήλων του ΟΣΕ.
Το πραγματικό «βαθύ κράτος» και οι «αντικρατιστές» φίλοι του
Ας επανέλθουμε όμως στις επαναλαμβανόμενες αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στο «βαθύ κράτος», οι οποίες θυμίζουν έντονα την παροιμία για το σπίτι του κρεμασμένου όπου «δεν μιλάνε για σχοινί». Γιατί μπορεί το Μαξίμου και διάφοροι δημοσιολογούντες να παρουσιάζουν ως «βαθύ κράτος» τους απαξιωμένους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που εδώ και χρόνια λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, όμως ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής κοινωνιολογίας γνωρίζει ότι το πραγματικό βαθύ κράτος, ο πυρήνας των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών (στρατός, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες, δικαστικό σύστημα, εκκλησία) όχι απλώς είναι «παρών», αλλά και ισχυροποιείται διαρκώς.
Τους τελευταίους μήνες μάλιστα οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών άνοιξαν μια μικρή χαραμάδα στον δυσώδη κόσμο του πραγματικού «βαθέος κράτους», που ουδεμία σχέση έχει με κλειδούχους και σταθμάρχες. Έχει όμως σχέση με παράνομα λογισμικά υποκλοπών και χιλιάδες «νόμιμες συνακροάσεις» (sic) από μια ΕΥΠ σε ανοιχτή γραμμή με το πρωθυπουργικό γραφείο, με πράκτορες μυστικών υπηρεσιών τόσο της Ελλάδας όσο και τρίτων χωρών, με εκβιασμούς και επιχειρηματικά παιχνίδια με όπλο υποκλαπείσες πληροφορίες, με σκοτεινές συμβάσεις και μυστικά κονδύλια ύψους πολλών εκατομμυρίων.
Αυτό είναι το πραγματικό βαθύ κράτος, που είναι ταυτόχρονα βαθιά αναχρονιστικό αλλά και πλήρως εκσυγχρονισμένο, που μετέρχεται μερικές από τις πιο πρωτόγονες μεθόδους αλλά διαχειρίζεται την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, με πανάκριβα λογισμικά που ούτε θα μπορούσαν να διανοηθούν ποτέ οι σιδηροδρομικοί που ακόμα περιμένουν τη σηματοδότηση και την τηλεδιοίκηση.
Ένα βαθύ κράτος που ενισχύθηκε υλικά, νομικά, διοικητικά και ηθικά από τους «αντικρατιστές» της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, της διαβόητης «τρόικας», δηλαδή, που επί χρόνια επέβλεπε το ξήλωμα υπέρ του ιδιωτικού τομέα όποιας δημόσιας δομής είχε απομείνει στοιχειωδώς λειτουργική. Για να πληρώσουν οι πολλοί εκείνη την κρίση και να αφεθούν οι λίγοι, τόσο του πραγματικού βαθέος κράτους όσο και της περίφημης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ελεύθεροι να ξαναβουτήξουν στο «μέλι» των απευθείας αναθέσεων, των σκανδαλωδών συμβάσεων και των στρατιών μετακλητών υπαλλήλων.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@yahoo.gr