ATH-SKG: Ταξίδι με το τρένο σε εποχές covid

Σκόρπιες σκέψεις και 15+1 random φωτογραφίες από ένα ταξίδι μέσα στην απαγόρευση.

Λίγο πριν την αναχώρηση…

Λίγο πριν την ανακοίνωση ενός “σκληρότερου” lockdown στην Αττική, είχα ήδη πάρει το μετρό για το σταθμό Λαρίσης. Απέφυγα εκείνο το πρωί να μπω στα social media, για να μην ψυχοπλακωθώ ή νιώσω τύψεις- ούτως ή άλλως η απόφαση είχε παρθεί από μέρες. 

Προσπέρασα γρήγορα τους διάφορους περαστικούς όταν έφτασα και πήγα να βρω την θέση μου σε κουπέ, με την ελπίδα να διανύσω αυτό το ταξίδι των 4 ωρών και 20 λεπτών χωρίς πολλές αλληλεπιδράσεις. Γιατί πέρα από τις τύψεις υπάρχει πια σφηνωμένος ο φόβος και το άγχος ενός απροσδόκητου ελέγχου, που μπορεί να καταλήξει σε ένα παράλογο πρόστιμο. Οι υπόλοιποι (συν)επιβάτες μάλλον δεν συμμερίζονταν τον φόβο μου και μαλώνουν, φωνάζουν, γελάνε. Για μια στιγμή είναι σαν να μην υπήρξε η πανδημία και οι απαγορεύσεις της, βέβαια η πίεση στα αυτιά μου από την κατεβασμένη μάσκα είναι πάντα εκεί να μου την υπενθυμίζει.

Διαβάζοντας τα Αστικά Δύστυχα (Δημήτρης Γκιούλος- εκδ. Θίνες) και επιτέλους ξεμακραίνοντας από την πραγματικά αφόρητη -πια- μητρόπολη, σκέφτομαι τι να πρωτοπαρατηρήσω: τα παλιά αλλά παραδόξως καθαρά καλύμματα των θέσεων, τα ξεχαρβαλωμένα αναδιπλούμενα τραπεζάκια, το τζάμι που έχει σημάδια από γκράφιτι και θα με δυσκολέψει στις φωτογραφίες; Παρά την προσπάθειά μου να γκρινιάξω, συνειδητοποιώ ότι το εσωτερικό με το γαλάζιο και το άσπρο και όλες τις παραλλαγές του, μου είναι τόσο γνώριμο που μου φαίνεται δύσκολο τελικά να το αποδομήσω. Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, το τραίνο του ΟΣΕ σηματοδοτούσε το προγραμματισμένο ραντεβού με γιατρό ή η βόλτα στα μαγαζιά την περίοδο των εκπτώσεων στην Αθήνα. Τώρα πια είναι απλά μια επιστροφή στο πατρικό σπίτι και όχι τόσο ευχάριστη.

Κάπως έτσι έρχεται και η ώρα που φτάνουμε εκεί. Οι τύψεις μου πολλαπλασιάζονται γιατί δεν θα κατέβω ούτε τους έχω ενημερώσει για το ταξίδι μου. Μάλλον κάποια στιγμή πρέπει να τους πάρω ένα τηλέφωνο, ας είναι.

Το υπόλοιπο ταξίδι κυλά γρήγορα καθώς διασχίζω την ηπειρωτική Ελλάδα που δεν είναι και τόσο γνώριμη. Μικρές πεδιάδες διαδέχονται μερικές συστάδες δέντρων για να δώσουν την σκυτάλη σε ένα ορεινό τοπίο και τελικά στο πάρκο Αλιάκμονα-Αξιού-Λουδία. 

Όταν κάνουμε στάση στο Πλατύ εμφανίζεται ο σταθμάρχης με το κλασσικό κόκκινο καπέλο και θυμήθηκα κάτι παλιές φωτογραφίες που ο μπαμπάς μου που ήταν σταθμάρχης πριν 20 χρόνια στην Λιβαδειά. Αχρείαστη επαναφορά και προσθήκη, σκέφτομαι, ο ρόλος του σταθμάρχη αλλά δίνει σίγουρα κάτι παλλιακό και balkan στο ήδη βουκωλικό σκηνικό, τουλάχιστον βγαλμένο από ταινία του Σταύρου Τσιώλη (Ας περιμένουν οι γυναίκες) ή του Νίκου Νικολαΐδη (Γλυκιά Συμμορία). Αυτή η εγκαταλελειμμένη προσπάθεια για urbanίλα και επιβεβλημένο εκσυγχρονισμό την δεκαετία του ’90 (με λεφτά της ΕΟΚ) έμεινε κάπως μετέωρη στην επαρχία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τέτοιες ετεροτοπίες.

Το τοπίο όσο φτάνω Θεσσαλονίκη γίνεται όλο και πιο “τσιμεντένιο” μέσα στους βρωμερούς χωμάτινους όγκους. Καθώς έχει πια συννεφιάζει γίνεται πιο έντονη η αντίθεση του γκρι με το καφέ, οπότε βγάζω ένα δυο τελευταία κλικ.

Στο μεγάφωνο ανακοινώνουν την άφιξή μας. Βγάζω μια τελευταία φωτογραφία το εσωτερικό του βαγονιού και βγαίνω έξω να πάρω λίγο αέρα -όσο μπορώ με την μάσκα- αλλά και να προλάβω κανένα λεωφορείο στην στάση. Έτσι ζώνομαι βαλίτσα και σακίδιο και προχωρώ προς την έξοδο, καθώς ξαναφουντώνει η ανησυχία για έναν επικείμενο έλεγχο.

Τελικά όλα πήγαν καλά.

Παρακάτω όλες οι φωτογραφίες μαζεμένες: