Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ: Μια κηδεία και τα φαντάσματα του παρελθόντος

Η ουρά των μαύρων πολυτελών αυτοκινήτων με τα φιμέ τζάμια ξεκινούσε από τη συμβολή Ερμού και Αθηνάς. Καλοντυμένοι οδηγοί με ακριβά ρολόγια περίμεναν να παραλάβουν το υπερπολύτιμο φορτίο τους. Λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τη Μητρόπολη όμως, το μεσημέρι της Δευτέρας τίποτα δεν θύμιζε κηδεία. Το Μοναστηράκι ήταν ζωντανό όπως πάντα. Στην Ερμού γινόταν το αδιαχώρητο.

Άρχισα να ανηφορίζω προς την πλατεία Μητροπόλεως, περπατώντας δίπλα στα ακριβά αυτοκίνητα – αφού ο δρόμος ήταν κλειστός. Περίμενα να δω τα στίφη που, σύμφωνα με τις περιγραφές του ραδιοφώνου, συνωστίζονταν έξω από τον μητροπολιτικό ναό εντός του οποίου βρισκόταν η σορός του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου – και υψηλοί προσκεκλημένοι, η περιουσία των οποίων ξεπερνά το ΑΕΠ πολλών μικρών κρατών.

Είχα δει άλλωστε τις φωτογραφίες συναδέλφων, με εκατοντάδες βασιλόφρονες να περιμένουν υπομονετικά από νωρίς το πρωί στην ουρά για να προσκυνήσουν τη σορό του έκπτωτου μονάρχη. Άλλοι με ελληνικές σημαίες που έφεραν το στέμμα, άλλοι με εικόνες του νεαρού Κωνσταντίνου – που σε κάποιες περιπτώσεις φορούσε τη στολή του, σε άλλες έστεκε γεμάτος αυτοπεποίθηση δίπλα στην Άννα Μαρία.

Όμως λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι της Δευτέρας 16 Ιανουαρίου η εικόνα στην πλατεία Μητροπόλεως ούτε στο ελάχιστο δεν ανταποκρινόταν στις περιγραφές από ραδιοφώνου. Το πλήθος στην πλατεία ήταν αραιό – μπορούσα να κινηθώ ανάμεσα στους ανθρώπους με ευκολία. Με την ίδια ευκολία που φυλλάδια του κόμματος Κασιδιάρη είχαν διασπαρεί στον χώρο των συγκεντρωμένων.

Οι περισσότεροι άκουγαν συγκεντρωμένοι από τα μεγάφωνα την εξόδιο ακολουθία. Κάποιοι – σαφώς λιγότεροι – ήταν φανερό ότι είχαν εμφανιστεί από περιέργεια – το πρόδιδαν τα χρωματιστά τους ρούχα και οι φωτογραφικές μηχανές. Δημοσιογράφοι και κάμεραμαν περίμεναν την έξοδο των υψηλών προσκεκλημένων.

Το όριο ανάμεσα στο βασιλόφρον πόπολο και τους γαλαζοαίματος καθόριζε μια σειρά από κιγκλιδώματα, που βρίσκονταν λίγο πιο μπροστά από το πανό με το σύνθημα «νίκη ή θάνατος, ή ταν ή επί τας» το οποίο επί ώρες κρατούσαν υψωμένο κάποιοι πιστοί του στέμματος.

Όταν εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία του «βασιλέα ημών», όπως φρόντισε να μας πληροφορήσει ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος που «ξέχασε» ότι επί δεκαετίες στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται τίτλοι ευγενείας, ήρθε η ώρα του επικήδειου λόγου του Παύλου Γλύξμπουργκ.

«Διάδοχος» στο μυαλό πολλών εκ των συγκεντρωμένων, κάθε αναφορά του στον πατέρα του ή την βασιλική οικογένεια ξεσήκωνε θριαμβευτικά χειροκροτήματα. Αμήχανη στιγμή, η αναφορά του στους πραξικοπηματίες του 1967: Για μια στιγμή δεν ήταν σαφές αν το διστακτικό χειροκρότημα αφορούσε τους ίδιους τους πραξικοπηματίες, ή το αποτυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα.

Όταν πια η τελετή τελείωσε και το φέρετρο με τη σορό του έκπτωτου μονάρχη βγήκε από την εκκλησία, άκουσα για πρώτη φορά πλήθος να φωνάζει, χωρίς ειρωνική διάθεση, το σύνθημα «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά». Και, στη συνέχεια, ρυθμικά το όνομα του Παύλου, που στο εξής στο μυαλό πολλών εκ των παρευρισκομένων στην πλατεία Μητροπόλεως εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι Δευτέρας του Ιανουαρίου, θα αποτελεί τον διάδοχο ενός ανύπαρκτου θρόνου.

Τον νέο πατερούλη, με τις χαρές του οποίου θα χαίρονται και με τις λύπες του οποίου θα λυπούνται. Τη νέα πατρική φιγούρα, που θα στέκει σταθερά πάνω από τους «διεφθαρμένους πολιτικούς» και τις «λογοκοπίες» της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Που θα αποτελεί μια υπόσχεση μελλοντικής τιμωρίας των φαύλων και μια υπόσχεση επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, που ποτέ δεν υπήρξε.

Ακολούθως η μακρά αυτοκινητοπομπή άρχισε να κινείται. Ένα ένα τα πανάκριβα αυτοκίνητα έφταναν μπροστά στη Μητρόπολη, φόρτωναν τους γαλαζοαίματους και ξεκινούσαν για το Τατόι. Ανάμεσα στα αμάξια, η νεκροφόρα με τη σορό του Κωνσταντίνου. Στο πεζοδρόμιο της Μητροπόλεως πια, άνθρωποι που δεν νομίζω ότι ξέφευγαν πολύ από τον εισοδηματικό μέσο όρο της χώρας χαιρετούσαν σαν παλιούς φίλους τον Παύλο, την Άννα Μαρία, τα μέλη των άλλων βασιλικών οικογενειών. Κάποιος ανέμιζε ένα σημαιάκι της Δανίας.

Έφυγα κατηφορίζοντας τη Μητροπόλεως προς το Μοναστηράκι. Οι οδηγοί με τα ακριβά ρολόγια είχαν βάλει μπρος τις μαύρες Μερσεντές και κινούνταν αργά προς τη Μητρόπολη. Στο τέλος της ουράς, ένα όχημα του δήμου περίμενε να καθαρίσει τον δρόμο.

Έχω παρακολουθήσει πολλές συγκεντρώσεις μίσους, άλλες της Χρυσής Αυγής, άλλες για το Μακεδονικό. Η κηδεία του έκπτωτου βασιλιά δεν ήταν μία από αυτές, αν και πολλοί από τους παρευρισκόμενους ανέμιζαν τα ίδια σύμβολα που έχουν συνδεθεί με δεκαετίες βίας, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, κατά κάθε προοδευτικής ή, πολύ περισσότερο, ανατρεπτικής φωνής στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Περισσότερο, ήταν μια λυπηρή σύναξη φαντασμάτων του παρελθόντος που εξακολουθούν να κουβαλούν μέσα τους την ανάγκη μιας πατρικής φιγούρας η οποία θα καταδυναστεύει τη ζωή τους – αλλά και τη δικιά μας ζωή, προσφέροντάς τους ηθική και συναισθηματική ασφάλεια.

Γι’ αυτό και η (επαν)εμφάνιση των βασιλοφρόνων δεν έχει κάτι το ανησυχητικό από μόνη της, σε μια κοινωνία που έως και 500.000 έχουν ψηφίσει Χρυσή Αυγή (πολύ πιο ανησυχητική ήταν η πορεία εφήβων υπέρ του Άντριου Τέιτ, το απόγευμα της ίδιας μέρας στην Ερμού). Το πρόβλημα είναι πως τα φαντάσματα του παρελθόντος έδωσαν την αφορμή σε διάφορους δημοσιολογούντες να ανοίξουν στα σοβαρά μια κουβέντα για τα «αγαθά» της μοναρχίας, σε μια χώρα που είναι απ’ άκρη σε άκρη σπαρμένη με σκελετούς και κόκαλα από το αίμα που χύθηκε εξαιτίας του στέμματος.

Αλλά και να φέρουν στον δημόσιο διάλογο την ανάγκη προσκόμισης… ορθολογικών επιχειρημάτων κατά της ελέω Θεού διατήρησης της εξουσίας από βαθύπλουτες οικογένειες άεργων που κάνουν επαγγελματικά και με συνταγματική επιταγή αυτό που κάνει «από το παράθυρο» το πολιτικό προσωπικό στις αστικές δημοκρατίες: Πλουτίζουν με δημόσιο χρήμα. Και είναι εντυπωσιακό ότι το δεύτερο προκαλεί – ορθώς – τη μήνιν των ίδιων ανθρώπων που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν το ίδιο φαινόμενο από τους πρώτους.

Σε κάθε περίπτωση, ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ κείται πλέον στην καμένη γη του Τατοΐου. Όσο για τα φαντάσματα του παρελθόντος, διασκορπίστηκαν για να ζήσουν ατομικά με την ανάμνηση (ή την προσμονή) λαμπρών εποχών που ούτε υπήρξαν, ούτε θα υπάρξουν ποτέ. Ευτυχώς.

Γιώργος Μουρμούρης

giorgismour@yahoo.gr

Tagged with: