Οι εικόνες της ασύλληπτης καταστροφής στη Βαλένθια, που μετρά ήδη 95 νεκρούς και πολλούς αγνοούμενους, κάνουν τις τελευταίες ώρες τον γύρο του κόσμου, ξυπνώντας και στην Ελλάδα εφιαλτικές μνήμες από τις πλημμύρες «Ιανός», «Ντάνιελ» και «Ηλίας» που έπληξαν κυρίως την περιοχή της Θεσσαλίας. Αυθόρμητα γεννάται το ερώτημα: Τι θα γινόταν αν αντίστοιχο φαινόμενο έπληττε μια πυκνοκατοικημένη, αστική περιοχή της χώρας, όπως την Αττική;
Δείτε ΕΔΩ το οδοιπορικό του Long Stories Short στην πλημμυρόπληκτη Θεσσαλία
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ το πρωί της Πέμπτης 31 Οκτωβρίου, ο καθηγητής διαχείρισης φυσικών καταστροφών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμης Λέκκας ήταν σαφής: Σε περίπτωση που αντίστοιχο φαινόμενο όπως αυτό που έπληξε τη Βαλένθια καταγραφόταν στην περιοχή της Αττικής, οι εικόνες καταστροφής θα ήταν παρόμοιες. «Θα υπάρχουν οι ίδιες εικόνες με αυτές της Βαλένθια. Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τέτοια φαινόμενα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα ακραία φυσικά φαινόμενα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας, είναι πάνω από αυτά που μπορούμε να κάνουμε» σημείωσε χαρακτηριστικά, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «στη Βαλένθια υπήρχε ένα τεράστιο σύστημα προειδοποίησης και έγκαιρης διάγνωσης για τις πλημμύρες, όπως και μέτρησης σε κάθε σημείο του ύψους του νερού και καταστράφηκε το ίδιο το επιχειρησιακό κέντρο. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μας ορισμένα φαινόμενα. Είναι εξαιρετικά ακραία και δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε».
Όσον αφορά δε τη σύγκριση του φαινομένου που έπληξε την ισπανική πόλη με τις πλημμύρες που προκάλεσαν ο «Ιανός» και ο «Ντάνιελ», ο κ. Λέκκας σημείωσε ότι η κακοκαιρία είχε μεν τα χαρακτηριστικά του «Ντάνιελ», όμως διαφέρει ως προς το ότι στην περίπτωση της Ελλάδας τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών «εξελίχθηκαν σε ποτάμιες πλημμύρες, δηλαδή [ο όγκος του νερού αυξήθηκε] σιγά-σιγά». Αντιθέτως, «στη Βαλένθια έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο ξαφνικής πλημμύρας, η οποία τροφοδοτήθηκε από τα μεγάλα ύψη βροχής που έπεσαν στο έδαφος, καθώς 400 χιλιοστά καταγράφηκαν μέσα σε 6 ώρες. Σε αυτό συνέβαλε και το υδρογραφικό δίκτυο, το οποίο μετέφερε όλες αυτές τις ποσότητες με πολύ γρήγορο ρυθμό προς τη θάλασσα».
Ο κίνδυνος για πλημμύρες στην Αττική
Η Αττική έχει πολλάκις χτυπηθεί από καιρικά φαινόμενα που, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν ήταν ιδιαιτέρως έντονα, εξελίχθηκαν σε πλημμύρες. Νωπές είναι οι μνήμες από τη πλημμύρα στη Μάνδρα τον Νοέμβριο του 2017 που άφησε πίσω της 24 νεκρούς, ενώ συχνά οι έντονες νεροποντές μετατρέπουν σε ποτάμια κεντρικούς οδικούς άξονες του Λεκανοπεδίου.
Πριν σαράντα περίπου ημέρες άλλωστε, στις 20 Σεπτεμβρίου 2024, ο περιφερειάρχης Αττικής Νίκος Χαρδαλιάς έκρουσε με τον πλέον επίσημο τρόπο τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο πλημμυρικών φαινομένων στην Αττική. «Εάν με ρωτάτε αν η Αττική είναι θωρακισμένη, η απάντησή μου είναι ότι όχι, δεν είναι», δήλωσε αφοπλιστικά απαντώντας σε δημοσιογραφική ερώτηση. Υπογράμμισε δε την ανάγκη «να σταματήσει αυτό το γαϊτανάκι ευθύνης (ως προς το) ποια ρέματα είναι της Περιφέρειας, ποια των Δήμων και ποια του Υπουργείου Υποδομών», καλώντας την κυβέρνηση «να πάρει μία συγκεκριμένη πρωτοβουλία» αλλά και να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους «γιατί αρμοδιότητες και εξαγγελίες χωρίς χρήματα, είναι εξαγγελίες χωρίς δέσμευση».
Η ανησυχία του περιφερειάρχη Αττικής είναι εύλογη, καθώς τα ούτως ή άλλως κορεσμένα δίκτυα απορροής του Λεκανοπεδίου επιβαρύνει έτι περαιτέρω η κακή κατάσταση στην οποίαν βρίσκονται όσα ρέματα γλίτωσαν από το εβδομηντακονταετές κύμα τσιμεντοποίησης, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις παραμένουν γεμάτα μπάζα και αυθαίρετες κατασκευές. Ταυτόχρονα, η ανυπολόγιστη καταστροφή που έχουν υποστεί τα περιαστικά δάση από τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών απειλούν με κάθοδο προς το Λεκανοπέδιο χιλιάδων τόνων φερτών υλών σε περίπτωση ισχυρής καταιγίδας.
Οι χάρτες πλημμυρικού κινδύνου
Ήδη από το 2018, το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του ΥΠΕΝ για το υδατικό διαμέρισμα της Αττικής εκτιμούσε ότι ακόμα και σε ένα ισχυρό μεν αλλά όχι μη αναμενόμενο καιρικό φαινόμενο, με περίοδο επαναφοράς τα 50 έτη, πολλές περιοχές του Λεκανοπεδίου θα πλημμύριζαν. Συγκεκριμένα, βάσει του Σχεδίου, στο ηπιότερο σενάριο σημαντικά προβλήματα θα καταγράφονταν στο ρέμα της Εσχατιάς βορείως της Αττικής Οδού, με την πλημμύρα να διαχέεται ανατολικά του ρέματος. Νοτιότερα, υπερχειλίσεις θα επηρέαζαν την περιοχή των Αγίων Αναργύρων και εν μέρει το Περιστέρι, ενώ στο βόρειο τμήμα του Κηφισού τοπικές υπερχειλίσεις θα καταγράφονταν στο τμήμα από Μεταμόρφωση έως Αγίους Αναργύρους.

Στο νότιο τμήμα του ποταμού σημαντικές υπερχειλίσεις θα καταγράφονταν σε περίπτωση ισχυρότερων φαινομένων με περίοδο επαναφοράς τα 100 και τα 1.000 χρόνια. Σε μια τέτοια περίπτωση, στις κατακλυζόμενες επιφάνειες θα περιλαμβάνονταν το σύνολο των περιοχών πέριξ του Κηφισού, από τον Άγιο Διονύσιο στον Πειραιά και μέχρι τον Ταύρο και τις Τζιτζιφιές στα ανατολικά.

Τα τελευταία χρόνια τους κινδύνους για καταστροφικές πλημμύρες έχει ενισχύσει θεαματικά η ανυπολόγιστη καταστροφή των περιαστικών δασών από τις μεγα-πυρκαγιές που μέσα σε μια οκταετία μετέτρεψαν σε στάχτη 450.000 στρέμματα, ήτοι το 37% των δασών της Αττικής. Η έλλειψη βλάστησης προκαλεί κινδύνους διάβρωσης του εδάφους των βουνών, αφού δεν υπάρχει τρόπος να συγκρατηθεί το χώμα και να μη παρασυρθεί από τα όμβρια ύδατα, που κατεβαίνουν πια ορμητικά από τις πλαγιές. Η ανάμειξη του βρόχινου νερού με λάσπες, πέτρες, ξύλα και άλλα φερτά υλικά δημιουργεί ένα ογκώδες κινούμενο σώμα που απειλεί να περιορίσει ή και να φράξει τις διόδους ποταμών, καναλιών και ρεμάτων και να προξενήσει μεγάλες καταστροφές στο πέρασμά του.

Τα ρέματα
Σημαντικό ρόλο για την αντιπλημμυρική προστασία του Λεκανοπεδίου διαδραματίζουν τα ρέματα που γλίτωσαν από το κύμα τσιμεντοποίησης των τελευταίων 70 ετών. Το ρέμα της Πικροδάφνης στα νότια προάστια, της Εσχατιάς στα βορειοδυτικά, του Προφήτη Δανιήλ στον Βοτανικό καθώς και το ρέμα Χαλανδρίου αποτελούν υπερπολίτιμες διόδους για τα νερά της βροχής αλλά και μικρές αστικές οάσεις, τουλάχιστον εν δυνάμει. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις η κατάσταση που επικρατεί είναι απογοητευτική.
Όπως λέει στο Long Stories Short η Χριστίνα Φίλιππα, πρόεδρος του συλλόγου «ΡΟΗ – πολίτες υπέρ των ρεμάτων», «στις κοίτες των ρεμάτων βρίσκουμε αυθαίρετα κτίσματα αλλά και αποχετεύσεις από οικίες, πλυντήρια αυτοκινήτων ή ταπητοκαθαριστήρια, παλιά στρώματα, κρεβάτια, λάστιχα, ακόμα και αυτοκίνητα». Σε άλλες περιπτώσεις, όπως λέει, απαντώνται βιοτεχνίες και βιομηχανίες, σχολεία, γήπεδα μπάσκετ και άλλες κρατικές και δημοτικές δομές που κατασκευάστηκαν πάνω σε ρέματα για να μην απαιτηθούν απαλλοτριώσεις. Σύμφωνα άλλωστε και με τον υπουργό Πολιτικής Προστασίας Βασίλη Κικίλια, «μέσα στον Κηφισό υπάρχουν δύο εργοστάσια και πενήντα σπίτια».
Εξάλλου, όπως και κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η κάλυψη και ο εγκιβωτισμός των εναπομεινάντων ρεμάτων προωθείται ξανά σε πολλές περιπτώσεις ως η μόνη λύση για την αποφυγή του κινδύνου πλημμύρας. Πρόκειται όμως για λανθασμένη πρακτική. Όπως τονίζει η Χριστίνα Φίλιππα, «ο εγκιβωτισμός αυξάνει τη ροή των υδάτων. Αντιθέτως, όταν τα ρέματα βρίσκονται σε φυσική κατάσταση τα ριζικά συστήματα των φυτών και των δέντρων ενισχύουν την αντοχή του εδάφους, ενώ συνολικά η βλάστηση μειώνει την κινητική ενέργεια του νερού. Γι’ αυτό και σε όλον τον κόσμο πλέον αποκαλύπτουν τα ρέματα, γιατί η βλάστηση εντός της κοίτης μειώνει την ταχύτητα της ροής και επομένως τη διαβρωτική της ικανότητα. Το ριζικό σύστημα των δέντρων ενισχύει τη συνοχή και την αντοχή του εδάφους, ενώ η βλάστηση μειώνει την κινητική ενέργεια, εν αντιθέσει με το σκυρόδεμα. Και είναι η κινητική ενέργεια είναι αυτή που προκαλεί τις δυσμενείς επιπτώσεις. Γιατί είναι άλλο ένα πλημμυρικό φαινόμενο να εκδηλωθεί με αργούς ρυθμούς, αφού ποσότητες υδάτων θα απορροφώνται από το έδαφος, και άλλο να γεμίσουν ξαφνικά οι κοίτες των εγκιβωτισμένων ρεμάτων. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει χρόνος αντίδρασης.»
Αναφέρει την περίπτωση του ρέματος Πικροδάφνης: «Πάνε να εγκιβωτίσουν και αυτό το καταπληκτικό ποτάμι που διαθέτει εξαιρετική βιοποικιλότητα, καταστρέφοντας ό,τι μπορεί να προσφέρει ένα ρέμα σε φυσική κατάσταση στις περιοχές από τις οποίες διέρχεται αλλά και σε όλη την Αττική. Γιατί μέσα στην τσιμεντούπολη που ζούμε η ύπαρξη αυτών των μικρών οάσεων είναι πολύ σημαντική. Πέραν του αντιπλημμυρικού τους ρόλου, βελτιώνουν επίσης το μικροκλίμα της εκάστοτε περιοχής ενώ τα φυλλώματα καθαρίζουν την ατμόσφαιρα. Πηγαίνουμε μακρινές εκδρομές για να βρούμε τη φύση, όταν έχουμε δίπλα μας μικρές οάσεις με άγρια πανίδα τις οποίες αγνοούμε.»
Όσον αφορά τις εργασίες καθαρισμού των ρεμάτων, η Χριστίνα Φίλιππα τονίζει ότι πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα. «Οι καθαρισμοί είναι έργα συντήρησης. Δεν θα έπρεπε να συνδέονται με παρεμβάσεις διευθέτησης και εργασίες με βαριά μηχανήματα, ούτε να περιλαμβάνουν αλλοίωση της κοίτης. Αντιθέτως, τα ρέματα θα έπρεπε να δουλεύονται χειρωνακτικά ή με ελαφρά μηχανήματα. Τώρα μπαίνουν οι εργολάβοι με μπουλντόζες και αλλοιώνουν τη φυσική διατομή, αφήνοντας γύρω από την κοίτη χώματα που με την πρώτη βροχή καταλήγουν στο εσωτερικό της, φράζοντάς την», σημειώνει. «Ένα ρέμα που έχει διευθετηθεί με σαρζανέτια και τσιμέντο δεν είναι ρέμα. Είναι κανάλι, οχετός ή γράνα. Το ρέμα αποτελεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα, με την χλωρίδα και την πανίδα του», καταλήγει.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@yahoo.gr