– Πού πηγαίνετε;
– Αλβανία.
Δεν ξέρω αν το βλέμμα της αστυνομικού στον έλεγχο διαβατηρίων του «Ελ. Βενιζέλος» ήταν απαξιωτικό ή εμένα μου φάνηκε έτσι. Από μικρά άλλωστε τα παιδιά των 90s ακούγαμε τη λέξη «Αλβανός» να συνοδεύεται από διάφορα υβριστικά προθέματα, ενώ κάποια στιγμή ακόμα και η ίδια η αναφορά της εθνικότητας είχε καταλήξει να αποτελεί βρισιά. Τυπικά ελληναράδικη στάση έναντι των ανθρώπων που έχτισαν το «οικονομικό θαύμα» του 1995-2010, το οποίο κατέρρευσε με πάταγο πέφτοντας πρώτα στα κεφάλια των μεταναστών πριν πέσει στων γηγενών.
Αλλά ας γυρίσουμε στο «Ελ. Βενιζέλος».
Στην επιβίβαση οι Έλληνες ήταν μάλλον λίγοι. Μεταξύ άλλων, με την πτήση της Aegean θα ταξίδευαν Αλβανοί, Ιταλοί και κάποιοι Άραβες. Έπιασα να διαβάζω τις «Αλβανικές Ταυτότητες – Μύθος και Ιστορία», το βιβλίο που είχα επιλέξει να έχω μαζί μου στο τριήμερο solo trip. Στις πρώτες αναταράξεις με είχε πάρει ο ύπνος. Όταν ξύπνησα, προσγειωνόμασταν στα Τίρανα.
***
Πρώτη εντύπωση από την ευρύτερη περιοχή της αλβανικής πρωτεύουσας: Κατασκευαστική έκρηξη. Από την επέκταση της πίστας του αεροδρομίου μέχρι έναν νέο περιφερειακό αυτοκινητόδρομο και από πολυώροφα κτήρια εκατέρωθεν των κεντρικών αξόνων μέχρι πανύψηλους ουρανοξύστες στο κέντρο, τα Τίρανα αναπτύσσονται πυρετωδώς. Όπως έμαθα αργότερα, η ραγδαία αυτή ανάπτυξη είναι λιγότερο αθώα από όσο φαντάζει καθώς συνδέεται με ξέπλυμα «βρόμικων» κεφαλαίων μέσω του κατασκευαστικού τομέα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πρώτη αίσθηση είναι αυτή μιας πόλης που αλλάζει ριζικά.
Στο κέντρο των Τιράνων κυριαρχούν το πράσινο και ο χώρος. Η πόλη είναι γεμάτη με πάρκα κάθε μεγέθους, εξαιρετικά φροντισμένα και καθαρά. Τα πεζοδρόμια είναι μεγάλα και ευρύχωρα και οι κεντρικές λεωφόροι κατάφυτες από μεγάλα δέντρα (κυρίως πλατάνια). Ένα εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων καλύπτει ολόκληρο το κέντρο της πόλης, με το ποδήλατο αποτελεί εξαιρετικά δημοφιλές μέσο μετακίνησης των κατοίκων της. Ωστόσο η κυκλοφοριακή συμφόρηση αποτελεί σύνηθες φαινόμενο: Η διαδρομή από το αεροδρόμιο στο κέντρο που υπό κανονικές συνθήκες διαρκεί είκοσι λεπτά, διήρκεσε 45. Εντύπωση επίσης για τα ελληνικά δεδομένα προκαλεί το γεγονός ότι, αν και νευρικοί οδηγοί, οι κάτοικοι των Τιράνων «κοκαλώνουν» στις διαβάσεις.
Συνολικά η πρώτη αίσθηση από το κέντρο της αλβανικής πρωτεύουσας είναι ότι πρόκειται για μια εξελιγμένη, σύγχρονη πόλη, που από άποψη δημόσιων χώρων δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μια πόλη της δυτικής Ευρώπης – και είναι κλάσεις ανώτερη από πολλές ελληνικές. Βεβαίως, αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια η εικόνα αλλάζει: Τα δέντρα των μεγάλων λεωφόρων κρύβουν παλιές, ασυντήρητες πολυκατοικίες με διαλυμένες προσόψεις. Στις γειτονιές οι τοίχοι πολλών σπιτιών δεν έχουν καν σοβά, ενώ, όπως και σε άλλες πόλεις των Βαλκανίων, καλώδια κάθε είδους κρέμονται από τους στύλους προς τα σπίτια, σε όλες τις κατευθύνσεις. Και η κατάσταση επιδεινώνεται όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας κινήθηκα αρχικά προς τα βόρεια της πόλης, στην περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού. Μακριά στο βάθος της πλατιάς λεωφόρου κυριαρχούν – όπως παντού – οι γερανοί των νέων μεγάλων κατασκευών. Όμως χαμηλά κάτω από το ύψος του δρόμου κρύβεται μια έκταση με παραπήγματα, όπου άνθρωποι ζουν σε άθλιες συνθήκες. Συνολικά η αντίθεση μεταξύ του επιδεικτικού πλούτου (ή νεοπλουτισμού) και της γενικευμένης φτώχειας είναι ιδιαιτέρως αισθητή στα Τίρανα. Τα ακριβά αυτοκίνητα και μαγαζιά και η γενικευμένη τραπ αισθητική πολλών νέων κυρίως Αλβανών συνυπάρχουν με επαίτες και ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια. Ωστόσο, όπου και αν περπάτησα δεν συνάντησα πουθενά το επίπεδο εξαθλίωσης που μπορείς να δεις σε ορισμένες γειτονιές της Αθήνας. Επίσης, δεν ένιωσα ποτέ και πουθενά απειλή – ούτε καν υπόνοια κινδύνου.
Διασχίζοντας τα δυτικά της πόλης έφτασα στα νότια προάστια όπου βρίσκεται το εντυπωσιακό Πάρκο των Τιράνων, ένας καταπράσινος χώρος 2.890 στρεμμάτων που περιλαμβάνει μια μεγάλη τεχνητή λίμνη. Αγαπημένο, καθώς φαίνεται, σημείο βόλτας για τους κατοίκους των Τιράνων, εκείνο το απόγευμα Παρασκευής ήταν γεμάτο κόσμο που έτρεχε, διάβαζε, έκανε βόλτα με τα παιδιά του ή απλώς ρέμβαζε το ηλιοβασίλεμα στο εντυπωσιακά καθαρό και φροντισμένο αστικό δάσος.
Το βράδυ βρέθηκα στην πλατεία Σκεντέρμπεη, την κεντρική πλατεία των Τιράνων, όπου πραγματοποιούταν φεστιβάλ street food. Στις 20:00 η ποπ μουσική και η αλβανική ραπ συνδυάστηκε με το κάλεσμα του μουεζίνη από το γειτονικό τζαμί, σε μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα μιας πολυθρησκευτικής πόλης (και χώρας) όπου σε μικρή απόσταση συνυπάρχουν τζαμιά, εκκλησίες, σύγχρονοι ουρανοξύστες και τα κτήρια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (η εντυπωσιακή όπερα των Τιράνων και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο με το διάσημο ψηφιδωτό στην προμετωπίδα, που δυστυχώς ήταν κλειστό).
Μια επίσκεψη το Bunk’Art 1 την επόμενη ημέρα, ένα τεράστιο υπόγειο καταφύγιο της χοτζικής περιόδου σε απόσταση έξι περίπου χιλιομέτρων από το κέντρο, που έχει μετατραπεί σε μουσείο για την σύγχρονη ιστορία της Αλβανίας, θα με οδηγούσε βαθύτερα στα χρόνια του «υπαρκτού» στη γειτονική χώρα. Ο τεράστιος υπόγειος χώρος που είχε σχεδιαστεί για την περίπτωση πυρηνικού ή χημικού πολέμου (και ευτυχώς ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε) περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το προσωπικό δωμάτιο του Ενβέρ Χότζα και του άλλοτε πρωθυπουργού Μεχμέτ Σέχου, πλούσιο εξοπλισμό της εποχής καθώς και πλήθος υλικών τεκμηρίων που καλύπτουν την περίοδο από τη δημιουργία του σύγχρονου αλβανικού κράτους, το 1912, μέχρι τη φασιστική και ναζιστική κατοχή και τη «σοσιαλιστική» περίοδο. Το Bunk’Art 2, στο κέντρο της πόλης, το οποίο ήταν άλλοτε συνδεδεμένο με το κτήριο του υπουργείο Εσωτερικών, ήταν αφιερωμένο στην κατασταλτική πολιτική του καθεστώτος Χότζα (κυρίως στις μεθόδους που μετέρχετο η διαβόητη μυστική αστυνομία, η Σιγκουρίμι).
Σε γενικές γραμμές η παρουσίαση του υλικού στέκεται με συνέπεια έναντι του παρελθόντος, αν και η έμφαση στην (υπαρκτή, προφανώς) κατασταλτική πολιτική του Χότζα είναι σαφές ότι εξυπηρετεί παράλληλα και προπαγανδιστικούς αλλά και τουριστικούς σκοπούς. Από την άλλη πάντως, αναδεικνύεται η τεράστια πρόοδος σε υλικοτεχνικό επίπεδο που σημείωσε η χώρα τις πρώτες δύο δεκαετίες του «σοσιαλισμού», καθώς από μια ημιφεουδαρχική, πάμφτωχη βαλκανική περιφέρεια την οποία θέριζαν η πείνα και οι αρρώστιες – και την οποίαν εποφθαλμιούσαν οι γειτονικοί εθνικισμοί, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου, μετατράπηκε σε μια σύγχρονη, ανεξάρτητη βιομηχανική χώρα. Αυτά μέχρι την παρανοϊκή στροφή του Χότζα στον απομονωτισμό, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία συνοδεύτηκε από την εγκαθίδρυση ενός οργουελικού καθεστώτος κατασκευής της πραγματικότητας.
Λίγο ψηλότερα από το Bunk’Art 1 βρίσκεται το τελεφερίκ που οδηγεί στο όρος Ντάιτι, στην «Πάρνηθα» των Τιράνων. Κατασκευασμένο το 2005 από αυστριακή εταιρεία, το τελεφερίκ διασχίζει αρχικά τους πρόποδες του βουνού για να ανέλθει κατόπιν σχεδόν κάθετα ως το υψόμετρο των 1200 περίπου μέτρων. Η θέα τόσο κατά την ανάβαση όσο και από το σημείο όπου καταλήγει, κόβει την ανάσα. Ωστόσο η αιθαλομίχλη που αιωρούνταν πάνω από την αλβανική πρωτεύουσα την άφηνε απλώς να αχνοφαίνεται στο βάθος. Παρά το κόστος του (το εισιτήριο ανέρχεται στα 14 ευρώ για μια διαδρομή μετ’ επιστροφής), το τελεφερίκ αποτελεί έναν εύκολο και οικολογικό τρόπο σύνδεσης της πόλης με το βουνό, προσθέτοντας μια ακόμα επιλογή επαφής με τη φύση στις πολλές που προσφέρουν τα Τίρανα.
Τις περισσότερες ώρες των 48 περίπου ωρών που έμεινα στην πρωτεύουσα της Αλβανίας, επέλεξα να τις περάσω περπατώντας στους δρόμους της. Συνολικά, τα Τίρανα αποτελούν αποκάλυψη πρωτίστως για το επίπεδο των δημόσιων χώρων τους. Δευτερευόντως, για την εντυπωσιακή ανάπτυξη που γνωρίζουν – η οποία όμως είναι για πολύ λίγους, και από αισθητικής άποψης εξαιρετικά αμφισβητήσιμη. Κατά τα άλλα, η αλβανική πρωτεύουσα αποτελεί μια πεντακάθρη και εξαιρετικά φιλόξενη πόλη, στους δρόμους της οποίας κυριαρχούν οι μυρωδιές των «μπουρέκ» και των πολλών καταστημάτων αλλά και πλανόδιων που πουλούν φρούτα, λαχανικά και ζαρζαβατικά. Με άπειρα καφέ, πολλές επιλογές για φαγητό, έντονη ιστορία – και πάρα, μα πάρα πολλούς τουρίστες, κυρίως Ιταλούς που φτάνουν είτε από το γειτονικό λιμάνι του Δυρραχίου, είτε με τις πολυάριθμες low cost πτήσεις από πόλεις της Ιταλίας.
***
– «Από πού έρχεστε;», με ρώτησε η αστυνομικός στον έλεγχο διαβατηρίων του Ελ. Βενιζέλος.
– «Από τα Τίρανα», απάντησα, δίχως να διακρίνω τίποτα το περίεργο αυτή τη φορά στην αντίδρασή της. Δεν ήταν βέβαια η ίδια υπάλληλος. Όμως το πιθανότερο είναι ότι απλώς για εμένα τα Τίρανα είχαν πάψει πια να αποτελούν το μυθοποιημένο άγνωστο. Είναι μια γλυκιά ανάμνηση.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@yahoo.gr
Διαβάστε επίσης: Τι θυμάμαι από τη Νάπολη