Τι θυμάμαι από τη Νάπολη

Έφτασα στη Νάπολη απόγευμα Δευτέρας, στον σταθμό των λεωφορείων που βρίσκεται δίπλα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Από το πρωί της ίδιας μέρας είχα διασχίσει την ιταλική χερσόνησο από το Ιόνιο στο Τυρρηνικό πέλαγος, με ένα κόκκινο λεωφορείο της Marino Bus που είχα πάρει από το Μπάρι, όπου είχα φτάσει με πλοίο.

Πρώτη αίσθηση στη Νάπολη: Το χάος. Και τα σκουπίδια. Σκουπίδια που τα παράσερνε ο αέρας, σκουπίδια απλωμένα σε δρόμους και πεζοδρόμια, σκουπίδια σε σακούλες κλειστές ή ανοιχτές.

Ο σταθμός των λεωφορείων στη Νάπολη είναι όπως σχεδόν κάθε αντίστοιχος σταθμός. Ή, για να μη γενικεύουμε, όπως ο Κηφισός στην Αθήνα: Λεωφορεία, ταξί, ταξιδιώτες, πράκτορες, διαφημιστικές πινακίδες, πλανόδιοι, παρακμιακά καφέ, αυτοκίνητα με αλάρμ και αστικά λεωφορεία. Κατέβηκα από το λεωφορείο έχοντας μόνο μια μικρή τσάντα πλάτης – έτσι ταξίδευα. Έψαξα να βρω το δωμάτιο. Ο δρόμος περνούσε δίπλα από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, διέσχιζε την Piazza Garibaldi και κατόπιν έμπαινε στην Via Cesare Rosaroll.

Στη Νάπολη δεν παίζεις με τους δρόμους και τις διαβάσεις. Στην Αθήνα μπορεί να σου κορνάρουν ή να σε βρίσουν. Στη Νάπολη, στην καλύτερη περίπτωση θα περάσουν ξυστά από τα πόδια σου. Οι οδηγοί έχουν κολλημένο το χέρι στην κόρνα, και τα λάστιχα των ΙΧ δεινοπαθούν διασχίζοντας με μεγάλη ταχύτητα τις λιθόστρωτες οδούς ή μικρές λεωφόρους.

Έφτασα στο συγκρότημα πολυκατοικιών που ήταν το δωμάτιο. Μία κεντρική είσοδος σε έναν λαβύρινθο, με χαρτιά Α4 στους τοίχους να οδηγούν μέσα από διαδρόμους και σκάλες – που περνούσαν πια σε άλλα συγκροτήματα – εν τέλει στο διαμέρισμα.

Δίπλα στην είσοδο, το διαμέρισμα είχε κάτι σαν ρεσεψιόν – εκεί με περίμενε ένας νεαρός Ναπολιτάνος. Συνεννοούμενοι με μια μίξη σπαστών ιταλικών, αγγλικών και χειρονομιών, με ξενάγησε στην κοινόχρηστη κουζίνα και μου άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Στο διάδρομο, φωτογραφίες διάσημων Ναπολιτάνων τραγουδιστών, τους οποίους μου έδειξε με καμάρι. Δεν γνώριζα κανέναν. Απογοητευμένος, μού τραγούδησε tu vuo fa l’americano για να μου δώσει να καταλάβω ποια ήταν τα πρόσωπα στις φωτογραφίες. Από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν όπερα. Το ταξίδι μου ξεκινούσε εντυπωσιακά. Μου άρεσε.

Το δωμάτιο είχε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μπάνιο και μια κοινόχρηστη βεράντα. Για να βγεις στη βεράντα έπρεπε να κάνεις το γύρο του διαμερίσματος – ή πιο απλά, όπως μου έδειξε ο νεαρός ναπολιτάνος, να σκαρφαλώσεις από το μοναδικό παράθυρο το οποίο έβλεπε προς τον κοινόχρηστο χώρο.

Λίγο αργότερα, άφηνα τον εαυτό μου να χαθεί στους δρόμους της Νάπολης, κινούμενος προσανατολιστικά προς τη θάλασσα και το λιμάνι – το ίδιο θα έκανα και την επόμενη ημέρα. Με κάποια εκδοχή του συνδρόμου long covid (είχα νοσήσει πριν μερικές εβδομάδες) να προσθέτει μια μόνιμη κούραση και νοητική θολούρα, από τις πολλές ώρες και τα άπειρα χιλιόμετρα στους δρόμους της Νάπολης θυμάμαι μια ακαθόριστη μίξη εικόνων, αρωμάτων, αντιθέσεων και εναλλαγών.

Θυμάμαι για παράδειγμα τον σκοτεινό λαβύρινθο από δρομάκια μεταξύ του δωματίου μου και του λιμανιού. Την απερίγραπτη φτώχεια: Σπίτια διαλυμένα με υγρασία στους τοίχους. Πολυώροφες παλιές πολυκατοικίες, μετά βεβαιότητας χωρίς ασανσέρ, πιθανότατα και χωρίς θέρμανση, κλιματισμό και μόνωση. Σπίτια ανήλιαγα αφού ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους χτισμένα που ίσα που χωρούσε ένα αμάξι να περάσει από τον δρόμο ανάμεσά τους – γι’ αυτό και δεν υπήρχαν πεζοδρόμια. Μυρωδιά φαγητού, ρούχων και κλεισούρας, ανοιχτές πόρτες και παράθυρα στα ισόγεια, κουβέντες, σκουπίδια και βέσπες.

Ο λαβύρινθος αυτός καταλαμβάνει ένα γιγαντιαίο οικοδομικό τετράγωνο που καταλήγει μια ανάσα από τη θάλασσα, χωρίς ωστόσο πρόσβαση στο παραλιακό μέτωπο αφού μεσολαβούν λεωφόροι και το λιμάνι. Στο εσωτερικό του, διάσπαρτες εκκλησίες – τα μόνα ανοίγματα στον πυκνό οικιστικό ιστό. Γκράφιτι του Μαραντόνα και πολλά, πάρα πολλά παιδιά. Δεν θυμάμαι να χω δει σε άλλη πόλη τόσα παιδιά να παίζουν μπάλα σε όποιο άνοιγμα σχημάτιζε η πόλη – κυρίως στα προαύλια των εκκλησιών.

Αυτή είναι η μία όψη της Νάπολης – η μία από της πολλές. Γιατί κάποια στιγμή από τον λαβύρινθο του Centro Storico βγαίνεις στη Via Toledo, μια μεγάλη κάθετη εμπορική λεωφόρο που καταλήγει στην Piazza del Plebiscito με την εντυπωσιακή Basilica reale pontificia di San Francesco di Paola και το επιβλητικό Palazzo reale di Napoli. Είναι η πλευρά της πόλης που θυμίζει ότι κάποτε υπήρξε πρωτεύουσα ενός βασιλείου – ενός βασιλείου που, όπως υποστηρίζουν οι Ναπολιτάνοι, κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε από τη βόρεια κρατίδια της χερσονήσου την περίοδο του Risorgimento, της ιταλικής ενοποίησης από την οποίαν γεννήθηκε η σημερινή Ιταλία.

Σήμερα, στην περιοχή αυτή χτυπά η καρδιά της τουριστικής βιομηχανίας της πόλης. Τα εμπορικά μαγαζιά και τα επιβλητικά κτήρια, τα γεμάτα εστιατόρια στενά στη Quartieri Spagnoli και το Τυρρηνικό Πέλαγος που ανοίγεται μετά την Piazza del Plebiscito δίνουν μια εντελώς διαφορετική αίσθηση από τη φαβέλα του Centro Storico – αν και φυσικά και από εδώ δεν λείπουν τα σκουπίδια.

Πέρα από το λιμάνι, πάνω από το οποίο υψώνεται επιβλητικός ο Βεζούβιος, ξεκινά μια επιβλητική παραλιακή λεωφόρος. Περνά δίπλα από το Castel dell’ Ovo και συνεχίζει δυτικά, προς το πάρκο της Villa Comunale. Είναι η πλούσια περιοχή της πόλης. Πλούτος που φαίνεται από τα φροντισμένα σπίτια, τα ακριβά αυτοκίνητα. Ακόμα και τα λιγότερα σκουπίδια.

Πάνω από την παράκτια ζώνη, μεταξύ της Villa Comunale και του Quartieri Spagnoli υψώνεται ένας απόκρημνος λόφος, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η περιοχή του Vomero. Μια εντυπωσιακή γραμμή τελεφερίκ ξεκινά από το ύψος της θάλασσας, περνά ανάμεσα από τα παλιά σπίτια και ανηφορίζει με στάσεις ως την κορυφή του λόφου, από όπου η Νάπολη απλώνεται μαγευτική, δύσκολη, παράξενη και όμορφη ως τους πρόποδες του Βεζούβου.

Αυτές είναι οι περιοχές που περπάτησα τις δυο μέρες που έμεινα στη Νάπολη. Επέλεξα συνειδητά να μην επισκεφθώ μουσεία (πέραν του Palazzo Reale), να μην ακολουθήσω οδηγούς ή «must do», να μην έχω φωτογραφική μηχανή (γι’ αυτό και οι μετρημένες στα δάχτυλα φωτογραφίες, από κινητό τηλέφωνο).

Προτίμησα απλώς να χαθώ σε μια πόλη που συνδυάζει το χάος της Αθήνας με την ιταλική φινέτσα. Ρομαντικοποιημένη ίσως εικόνα, αφού αναμφισβήτητα είναι μια δύσκολη πόλη για να ζει κανείς – η Αθήνα μπροστά της θυμίζει Βερολίνο από άποψη κτηρίων, υποδομών, καθαριότητας, μεταφορών. Όμως, όσο έχω ταξιδέψει δεν έχω γνωρίσει πόλη που να εκπέμπει περισσότερη ζωντάνια, περισσότερη ενέργεια από τη ξεπεσμένη άλλοτε πρωτεύουσα του βασιλείου των δύο Σικελιών που απλώνεται στα πόδια του Βεζούβιου.

Γιώργος Μουρμούρης

giorgismour@yahoo.gr

Tagged with: