Το πλοίο αυτό μοιάζει σαν να μη σταμάτησε ποτέ να ταξιδεύει.
Σαν να έχει μείνει στην εποχή που γεμάτα πλοία ταξίδευαν σε περίεργα δρομολόγια: Ένωναν το Μπάρι με τη Σμύρνη και τον Πειραιά με την Κύπρο και τον Λίβανο. Περνούσαν κατάφορτα από τη διώρυγα της Κορίνθου. Ταξίδευαν για μέρες, γιατί κανείς δεν βιαζόταν – αλήθεια, γιατί; Ιταλοί, Έλληνες και Τούρκοι πέρναγαν μέρες ολόκληρες σε καμπίνες και καταστρώματα, για να μπουν μετά σε τραίνα ακόμα πιο αργά. Τότε, φαντάζομαι, θα έφτανες στην Πάτρα και από εκεί θα μπορούσες να πάρεις το τρένο για Αθήνα. Την μετρική γραμμή, για τον σταθμό Πελοποννήσου του Τσίλερ.
Αλήθεια, γιατί κανείς δεν βιαζόταν; Ή μήπως όλοι βιάζονταν; Βιάζονταν, βιαζόμασταν, να πάμε μπροστά, στο νέο, στο σύγχρονο, στο καινούργιο, στο γρήγορο, στο άνετο, στο πρωτοποριακό, στο ρηξικέλευθο. Οι ώρες ταξιδιού με το πλοίο μειώθηκαν, ώσπου εξαφανίστηκαν. Ποιος ταξιδεύει πια στο εξωτερικό με καράβι; Από Πειραιά μπορείς να πας μόνο στα νησιά, όχι σε άλλη χώρα. Στην Πάτρα, το τραίνο έχει να φανεί πάνω από δέκα χρόνια. Θα περιμένει το γρήγορο τουλάχιστον άλλα δέκα. Στην Αθήνα, ο σταθμός Πελοποννήσου του Τσίλερ καταρρέει αργά και καρτερικά.
Τα ταξίδια έγιναν γρήγορα, ίσως ενίοτε και φτηνά. Αλλά προβλέψιμα και διεκπεραιωτικά. Στο αεροδρόμιο θα σε παρακολουθούν κάμερες από το πρώτο βήμα. Θα σε ελέγξουν, ξανά και ξανά και ξανά. Πια, θα κοιτάξουν και αν είσαι υγιής, από μια και μόνο αρρώστια βέβαια. Την ήδη αφόρητη μυρωδιά επιχειρηματικής καθαριότητας θα περικλείσει η μάσκα, έτσι που πια να μη μυρίζεις τίποτα. Εξουθενωμένοι εργαζόμενοι θα κρύβουν τη κούραση τους πίσω από την χαλαρωτική μουσική και τους πίνακες ανακοινώσεων που αναγγέλλουν προορισμούς σε όλη την υφήλιο.
Όλα αυτά τα χρόνια, τα χρόνια που τα πλοία λιγόστευαν, που οι διεθνείς γραμμές έκλειναν, που η ταχύτητα δεν έδινε χρόνο για μια τυχαία γνωριμία, για παρατήρηση, για σκέψη και μετάβαση, αυτά τα χρόνια που από ένα Τείχος έπεφτε και δέκα γεννιούνταν, που στην μια πλευρά της ελλαδικής χερσονήσου καταργούνταν οι τελωνειακοί έλεγχοι ενώ από την άλλη υψώνονταν φράχτες, τα χρόνια που το αργό τρένο σταμάτησε να φτάνει στην Πάτρα και που ο σταθμός Τσίλερ εγκαταλείφθηκε, το πλοίο αυτό είναι λες και δε σταμάτησε ποτέ.
Ακόμα, δε βιάζεται. Είναι το πιο αργό της γραμμής. Δεν είναι πολυτελές, αν πολυτέλεια σημαίνει δουλικότητα από το προσωπικό και χώροι που προσφέρουν μια «μοναδική εμπειρία ταξιδιού». Δεν είναι όμορφο, είναι ένα πλοίο σχεδόν τριάντα χρόνων από την Ιαπωνία.
Εδώ όμως Τούρκοι, Έλληνες και Ιταλοί ζεσταίνονται στον πρωινό ήλιο της Αδριατικής. Οι ανακοινώσεις φωνάζουν για αφορολόγητα τσιγάρα στο μπαρ. Ένας ξερακιανός ναυτικός με τατουάζ έχει κρυφτεί σε μια εσοχή και καπνίζει αρειμανίως. Και αφού ούτε πολλές δραστηριότητες προσφέρονται, ούτε καμία ιδιαίτερη ταχύτητα, υπάρχει χρόνος να προσέξεις στο βάθος στα ανατολικά τα βουνά της Αλβανίας, την ακτή των Βαλκανίων. Να δεις πόσο χαμηλά κινούνται τα σύννεφα. Να παρατηρήσεις το ρεύμα της θάλασσας που σπρώχνει νότια, λες και η Αδριατική βιάζεται να ξεχυθεί στο Ιόνιο, να ξεβραστεί στη βόρεια ακτή της Κέρκυρας. Να προσέξεις τα πρόσωπα των συνεπιβατών σου. Να ταξιδέψεις παράλληλα με τις χαρωπές ακτές της κάτω Ιταλίας.
*Κάθε εξιδανίκευση κρύβει μέσα της ένα προνόμιο. Η γνώση αυτού του προνομίου, ανοίγει τον δρόμο στην απόλαυση.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@yahoo.gr
Twitter: GeorgeMourmour2