Ένας κοινωνικός σχολιασμός της απάθειας και της αταξίας στα δημόσια σχολεία, μέσα σε μια τάξη με δώδεκα επαναστατημένους εφήβους.
Δώδεκα επαναστατημένοι και ατίθασοι έφηβοι ανάμεσα σε βρώμικους μαυροπίνακες και λάμπες φθορίου περιμένουν μάταια έναν καθηγητή να τους κάνει μάθημα, αφού έτρεψαν τον προηγούμενο σε φυγή. Καθώς η ώρα περνά και κανείς δεν εμφανίζεται, αναλαμβάνουν να διδάξουν ο ένας τον άλλον.

Για την απόδοση επιλέχθηκε η χρήση εφηβικής γλώσσας, που φλερτάρει με τη βωμολοχία και εκπληκτικά εύγλωττα, με μαύρο χιούμορ, με καυστική ειλικρίνεια σχολιάζει τα κοινωνικά κακώς κείμενα. Η δράση έχει μεταφερθεί από την Βρετανία της δεκαετίας του ’70 στην Ελλάδα του σήμερα και του χθες. Πόσο επίκαιρο έργο, δεδομένης και της διαρκούς υποβάθμισης της δημόσιας παιδείας.
Δώδεκα έφηβοι που αρνούνται να περιοριστούν στο κοινωνικά/σχολικά ανεκτό, που αντιπαραβάλλονται στον «μαζάνθρωπο», ένα είδος που κατά Νίτσε σέρνεται παντού, εδώ και εκεί, γύρω μας, που στέκεται σούζα στις επιθυμίες και στις προσταγές των ανωτέρων του. Δεν χωρούν στα καλούπια του σχολείου, που είναι μικρογραφία της κοινωνίας, και έτσι η προκρούστεια κοινωνία τους αποκόπτει. Η ταξική χροιά είναι έντονη. Δημόσιο σχολείο, φυσικά κάτι αντίστοιχο δεν θα συνέβαινε σε ένα ιδιωτικό, τα χρήματα φέρνουν ως γνωστόν υπομονή και δεκτικότητα.

Η κοινωνία τους «ταμπελοφορεί»: «αγρίμια», «ανεπίδεκτοι», «ακατάδεκτοι» και έτσι αποποιείται των ευθυνών της. Ωστόσο σφάλει. Δεν είναι ανεπίδεκτοι, ούτε ακατάδεκτοι, είναι έφηβοι, θέλουν να ενδιαφερθούν, θέλουν να μάθουν, απλώς δεν έχει βρεθεί ακόμη εκείνος που θα τους εμπνεύσει και δεν συμβιβάζονται με τίποτα λιγότερο. Επαναστατούν εναντίον της αδιαφορίας σας και της προσκόλλησης στην εκπαίδευση και όχι στην παιδεία. Περιμένουν.
Φυσικά η πρώτη τους αντίδραση όταν φεύγει κακήν κακώς ο τελευταίος καθηγητής, είναι ο ενθουσιασμός, και ταυτίζονται οι απανταχού μαθητές, άλλωστε είναι βέβαιοι ότι αργά ή γρήγορα θα καταφτάσει ο αντικαταστάτης. Καθώς η ώρα περνά γίνεται εμφανές πρώτα στο κοινό και μετά στους χαρακτήρες του έργου ότι η αναμονή τους είναι μάταιη. Ωστόσο δεν παραιτούνται, αρχίζουν να διδάσκουν κάπως ανορθόδοξα ο ένας τον άλλον, ό,τι ξέρουν, από προσωπικές τους εμπειρίες, υπό το πρίσμα της νιότης τους και σιγά σιγά αρχίζουν να ξεδιπλώνονται. Ποιοι είναι, ποια είναι τα παρατσούκλια τους, το αγαπημένο τους τραγούδι, τι κάνουν καλά, τα προβλήματά, οι ανασφάλειες, οι φόβοι τους μέσα από το στόμα του μελλοντικού τους εαυτού. Είμαι Αλβανός, τρώω ξύλο, με κοροϊδεύουν για το επίθετό μου, οι γονείς μου χώρισαν, είμαι παρθένα, ψάχνω τη σεξουαλικότητά μου, ακόμη και τα μικρά προβλήματα η εφηβεία τα μεγεθύνει και τα καθιστά σχεδόν ισότιμα με τα μεγάλα.

Οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν πόσο δύσκολη περίοδος είναι η εφηβεία, σε τι άκρα φτάνει η ανασφάλεια, και η λήθη τους αυτή μεταφράζεται σε γονεϊκή/καθηγητική/πολιτική/κοινωνική αμηχανία. Είμαι παιδί και τα βλέπω όλα καινούργια, αλλά μπαίνω σε ένα σώμα ενήλικα, και μου είναι τόσο μεγάλο που μπορώ να κρυφτώ μέσα του. Ε λοιπόν η παράσταση αυτή το μεταδίδει στο ακέραιο. Είναι τόσο βαθιά συγκινητική και δεν προσπαθεί σε καμία περίπτωση με δακρύβρεχτες λεπτομέρειες να εκβιάσει το συναίσθημά, είναι αυθεντική.
Ο θίασος αποτελείται εξ ολοκλήρου από νέους ανθρώπους με απερίγραπτη φρεσκάδα, όλοι ξεχωρίζουν και ταυτόχρονα είναι μέλη μιας ομάδας με φοβερή χημεία. Η σκηνοθετική επιλογή της θέσης του κάθε εξομολογητή στο κέντρο της σκηνής με το βλέμμα προς το κοινό καθιστά την παράσταση τόσο άμεση, και όπως αντιλαμβάνεται ο θεατής, οι πραγματικές ζωές των ηθοποιών εμπλέκονται στο έργο καθώς η πραγματικότητα διαπλέκεται με το θέατρο και εκτοξεύει την αμεσότητα. Δεν υπάρχει πιο τολμηρή γύμνια από αυτή της ψυχής.
Ένα είναι το συμπέρασμα. Τους εχθρούς της η τάξη τους δημιουργεί, ας τους οπλίσουμε με αυτά που χρειάζονται για να την ανατρέψουν.
Εξαιρετική παράσταση. Την συνιστώ ανεπιφύλακτα. Για εφήβους και όχι μόνο.
Ο Εχθρός της Τάξης του Νάιτζελ Γουίλιαμς στο Εθνικό Θέατρο-Εφηβική Σκηνή
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Σκηνοθεσία: Γεωργία Μαυραγάνη
Σκηνική προσαρμογή – Βοηθός Σκηνοθέτιδας: Ράνια Κελαϊδίτη
Συνεργάτης δραματουργός: Γιάννης Αποσκίτης
Σκηνικό: Άρτεμις Φλέσσα
Κοστούμια: Λίλη Κυριλή
Σύνθεση Πρωτότυπης Μουσικής: Χάρης Νείλας
Επιμέλεια κίνησης: Αντιγόνη Γύρα
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός σκηνογράφου: Αγγελική Βασιλοπούλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Μαρίνα Παπούλια
Παίζουν (αλφαβητικά)
Ασημίνα Αναστασοπούλου, Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, Βασίλης Καλφάκης, Αφροδίτη Κατσαρού, Μελίνα Κοτσέλου, Άλκης Μαγγόνας, Γιώργος Πατεράκης, Κατερίνα Πατσιάνη, Γιώργος Σκαρλάτος, Αλέξανδρος Τωμαδάκης, Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Εύα Φρακτοπούλου
Φωτογράφος παράστασης: Βαλέρια Ισάεβα