Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο.
Σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί
Βρομούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.
Η πέτρα που πέρασε κατρακυλώντας ήταν η νεότερη εφεύρεση
Και τα ουρλιαχτά από τους γορίλες που βαράγανε τα στήθια τους
Συνθέτανε την πιο μοντέρνα μουσική.
Παντού μπορούσες να δεις τάφους ανοιχτούς που χάσκανε άδειοι καθώς
το Νέο πλησίαζε την πρωτεύουσα.
Όταν το βράδυ του Σαββάτου 14 Νοεμβρίου δημοσιευόταν σε ΦΕΚ η απόφαση του αρχηγού της Αστυνομίας, βάσει της οποίας ανεστάλη επί της ουσίας το άρθρο 11 του Συντάγματος για τέσσερις ημέρες, ο Θανάσης Καμπαγιάννης σχολίαζε ότι «κατ’ ουσίαν, η Βουλή υποκαθίσταται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας και την Επιτροπή των Λοιμωξιολόγων, που τελούν υπό την άμεση εξουσία της κυβέρνησης και απέναντι στην οποία δεν απολαμβάνουν καμία ανεξαρτησία».
Επτά ημέρες αργότερα, και ενώ μεσολάβησε η άγρια καταστολή της (απόπειρας) διαδήλωσης για το Πολυτεχνείο, επί δυόμισι ώρες στη Βουλή, στην πρόσοψη του κτηρίου, παρήλαυναν τανκς, υποβρύχια, πολεμικά πλοία, αρχαίοι πολεμιστές, οι Αργοναύτες, η Θεοτόκος.
Σαν να άνοιξε μια τρύπα στον χώρο και το χρόνο και το σύνολο των εικόνων, αντιλήψεων, αναπαραστάσεων, αφηγήσεων, προτεραιοτήτων, υπερβατικών δοξασιών, υποσυνείδητων επιθυμιών, συνειδητών επιδιώξεων του βαθέως κράτους ξαφνικά να επικάθησαν στο κτήριο του κοινοβουλίου – και μάλιστα ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης βρίσκονταν κλεισμένοι υποχρεωτικά στο σπίτι τους. Σε επίπεδο συμβολισμού, επρόκειτο για μία τρομακτική αναπαράσταση της αναστροφής της, θεωρητικώς ισχύουσας έστω, συνταγματικής τάξης: Η Βουλή, όργανο ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας και άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, υποτάσσεται στο βαθύ κράτος το οποίο θεωρητικά τιθασεύει.
Ολόγυρα στέκανε όσοι εμπνέονταν από τον τρόμο, κραυγάζοντας:
Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Κι αυτοί που ακούγανε, τίποτα άλλο δεν ακούγανε από τις κραυγές τους,
Μα αυτοί που βλέπανε, βλέπανε αυτά που δεν φωνάζονταν.
Έτσι το Παλιό έκανε την εμφάνισή του σε Νέο μασκαρεμένο,
Και έφερε αλυσοδεμένο μαζί του το Νέο να το παρουσιάσει σαν Παλιό.
Το νέο βάδιζε αλυσοδεμένο και ντυμένο με κουρέλια.
Αποκαλύπτονταν τα θεσπέσια μέλη του.
Η νύχτα αυτή που, όπως έγραφε ο Μπρεχτ, το παλιό παρήλαυνε μασκαρεμένο ως νέο, σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρομούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει, δεν προέκυψε ξαφνικά. Εδώ και χρόνια οι σχεδιασμοί του βαθέως κράτους έχουν αναχθεί σε εκ των ων ουκ άνευ στρατηγική για το σύνολο του ελληνικού κράτους και τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Ας μην ξεχνάμε ότι, όταν στο κτήριο της Βουλής δεν προβάλλονταν αρχαίοι πολεμιστές και η Θεοτόκος αλλά η rainbow σημαία του lgbtq κινήματος, ο υπουργός Άμυνας της χώρας υποκλινόταν στα έκπληκτα καβούρια των ακτών της Σαλαμίνας ενώ αργότερα την θέση του αναλάμβανε ένας πρώην βατραχάνθρωπος. Ο δε δικαιωματιστής πρωθυπουργός ντυνόταν τακτικά στα χακί και πετούσε με πολεμικά αεροσκάφη, ενώ ο στόλος πραγματοποιούσε ασκήσεις με πραγματικά πυρά στα βάθη της ανατολικής Μεσογείου και οι ενεργειακές εταιρείες ακόνιζαν τα γεωτρύπανα για το Ιόνιο και το Αιγαίο.
Το βράδυ του Σαββάτου, με την παρέλαση του παλιού-καινούργιου, ήρθε με συμβολικό τρόπο στην επιφάνεια μια διεργασία που υπογείως βρισκόταν χρόνια σε εξέλιξη. Και αυτό ξενίζει. Όμως δεν εκπλήσσει.
Κι η πομπή συνέχιζε να προχωράει μες τη νύχτα,
μα αυτό που πήρανε για χάραμα ήταν το φως απ’ τις φωτιές στον ουρανό.
Και η κραυγή: Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο,
γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Πιο εύκολα θα ακουγότανε, αν όλα δεν είχανε πνιγεί μες τις ομοβροντίες των όπλων
Γιώργος Μουρμούρης
Ποίημα: Μπέρτολτ Μπρεχτ/ Η παρέλαση του Παλιού – Καινούργιου, 1938
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ INSTAGRAM