Σε ποιον ανήκει ο Μίκης Θεοδωράκης;

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Μάριος Λώλος

Επί μία εβδομάδα η πολιτική και πολιτισμική ζωή της χώρας κινείται γύρω από τον θανόντα Μίκη Θεοδωράκη. Χιλιάδες γραμμές γράφτηκαν σε ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ ενώ μέρες ολόκληρες θα διαρκούσαν, αν αθροίζονταν, οι ώρες που αφιερώθηκαν στη ζωή και το έργο του στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πριν και πάνω από όλα, προφανώς, ένας άνθρωπος. Κάτι αυτονόητο μεν, που αξίζει δε ίσως να τονίζεται εισαγωγικά, μιας και οι κολοσσιαίοι συμβολισμοί που συμπύκνωνε η ίδια η ύπαρξή του, μοιάζουν να έχουν υπερκεράσει την θνητότητα της σάρκας του. Συμβολισμοί τέτοιας φόρτισης που λίγο μετά τον θάνατό του έδωσαν το έναυσμα για τη μάχη της ερμηνείας τους, της αναπλαισίωσής τους. Του αγώνα για να απαντηθεί το ερώτημα, «σε ποιον ανήκει ο Μίκης;»

Εξαρχής να απαντήσουμε σε μια ενδεχομένως θεμελιακή ένσταση: Γιατί πρέπει ένας καλλιτέχνης να ανήκει σε κάποιον; Στην περίπτωση του Μίκη, η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: Γιατί ο ίδιος το επέλεξε («θέλω να φύγω σαν κομμουνιστής» είχε γράψει σε επιστολή του στον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα).

Μιλώντας γενικά και από άποψη αρχής, η στάση που τηρεί κάθε δημόσιο πρόσωπο είναι πολιτική ακριβώς και μόνο επειδή είναι δημόσιο. Απευθύνεται σε και επηρεάζει πλήθος ανθρώπων, διαθέτει προνομιακή πρόσβαση σε ΜΜΕ και θεσμικούς διαύλους. Ως εκ τούτου, ακόμα και η σιωπή αποτελεί μια πράξη βαθιά πολιτική, και ως εκ τούτου και η «μη θέση» είναι θέση.

Οπότε, ας περάσουμε στο κυρίως ερώτημα: Σε ποιον ανήκει ο Μίκης;

Βλέποντας κάπως αφαιρετικά όσα γράφτηκαν την τελευταία εβδομάδα, οι απαντήσεις μπορούν να ομαδοποιηθούν χοντρικά σε δύο κατηγορίες: Σε όσους τον αποδίδουν στην ιδέα του Έθνους («ο μεγάλος/οικουμενικός Έλληνας») και σε όσους αποδίδουν τον συμβολισμό του (αποκλειστικά) στην (κομμουνιστική) Αριστερά. Η εκφώνηση επικήδειων από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον Γενικό Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, ίσως με τον καλύτερο τρόπο εξέφρασε αυτές τις δύο τάσεις. Που όμως, όπως φαίνεται, ο ίδιος ο θανών ήθελε να συνυπάρξουν χωρικά και χρονικά, επιλέγοντας καθώς γράφτηκε ο ίδιος τα δύο αυτά πρόσωπα να του απευθύνουν το ύστατο «χαίρε» ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο ίδιος άνθρωπος που πριν λίγα χρόνια είχε «ευλογήσει» τους «Μακεδονομάχους» στο Σύνταγμα, ενώ είχε σχολιάσει ότι (οι νεοναζί χρυσαυγίτες) «αγαπούν την πατρίδα τους με έναν τρόπο εριστικό». Την περίοδο των μνημονίων, είχε δημιουργήσει και ηγηθεί του αντιμνημονιακού – εθνοκεντρικού μορφώματος «Σπίθα».

Αντιφάσεις, θα έλεγε κανείς. Και είναι πράγματι έτσι, όμως αντιφάσεις που δεν αφορούσαν έναν άνθρωπο αλλά την κοινωνική κατηγορία την οποίαν εξέφραζε και στην οποίαν έμεινε πιστός ως το τέλος: τον λαό. Την έννοια αυτή που σημαίνει τόσο πολλά και τόσο λίγα, που άλλοι την κλίνουν σε όλες τις πτώσεις και άλλοι βγάζουν φλύκταινες στο άκουσμά της, που κανείς δεν μπορεί να δώσει έναν ακριβή κοινωνιολογικό ορισμό αλλά που όλοι αντιλαμβάνονται τι σημαίνει. Αυτό εκπροσωπούσε ο Μίκης Θεοδωράκης, σε αυτό ανήκε. Στον λαό, με όλη την ασάφεια και τις αντιφάσεις που κρύβει ο όρος.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ανήκει σε έναν λαό που είναι καθαγιασμένος, άσπιλος, αμόλυντος – και αγωνιστής. Ίσως εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά με τον Μάνο Χατζιδάκι, που προσέγγισε τον λαό με αγάπη και τρυφερότητα, αλλά όχι με αγωνιστικότητα. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι και για τον Χατζιδάκι, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του, συχνά πυκνά επανέρχεται μια διαμάχη για την ερμηνεία και την αναπλαισίωσή του, διαμάχη που σε γενικές γραμμές προσπαθεί να δει μια καθαρή θέση εκεί που υπάρχουν μόνο γλυκές και καλοδεχούμενες αντιφάσεις.

Επιστρέφοντας στον Θεοδωράκη, η ταύτισή του αυτή με τον αγωνιστή_άσπιλο_αμόλυντο λαό είναι λογικό να προκαλεί μια αμηχανία προς όσους τρομάζει η έννοια, είτε γιατί τους φαίνεται πολύ ‘80s, ΠΑΣΟΚ, μπανάλ και κλισέ αριστερή, είτε επειδή θέλουν γύρω τους να μην βλέπουν «κοινωνία, αλλά μόνο άτομα», διασφαλίζοντας έτσι την ταξική τους κυριαρχία δια της απο-ιστορικοποίησής της και χαρακτηρίζοντας υποτιμητικά «λαϊκισμό» ό,τι δεν χωρά στην προκρούστεια κλίνη του οράματός τους για τον κόσμο.

Από την άλλη, η αντιφατική διαδρομή του Μίκη είναι λογικό να προκαλεί αμηχανία και σε όσους επιλέγουν να βλέπουν τον λαό όχι ως μια υπαρκτή μεν, ιστορικά επαναπροσδιοριζόμενη όμως και αντιφατική κοινωνική κατηγορία αλλά ως το «κάτασπρο» σε μια μανιχαϊστική διαίρεση «άσπρου-μαύρου». Και γι’ αυτό θα ‘θελαν, αν μπορούσαν, να εξαφανίσουν τα μελανά σημεία στη διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, για να ταιριάζει στην φαντασιακή εικόνα ενός καθαγιασμένου λαού.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν η εποχή του και οι αντιφάσεις της. Ο θάνατός του, βάζει άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της Μεταπολίτευσης, για τον θάνατο της οποίας τόσα έχουν γραφτεί. Το στερνό αντίο από χιλιάδες λαού όμως και η αμηχανία της «πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας» που επί ώρα ήταν αναγκασμένη να ακούει για το ΕΑΜ, την μάχη της Αθήνας και τον ΔΣΕ από τον Δημήτρη Κουτσούμπα, που ανά διαστήματα καταχειροκροτούταν την ώρα που ο πρωθυπουργός δεχόταν αποδοκιμασίες, δείχνει ότι αυτός ο θάνατος έχει αφήσει σπόρους ριζωμένους τόσο βαθιά που διατηρούν εκβάσεις και σε θεσμικό επίπεδο. Σπόρους που δηλώνουν ότι ο λαϊκός παράγοντας εξακολουθεί να διεκδικεί ρόλο και λόγο για την πρόσληψη της ταυτότητας, για την ιστορία, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτού που λέγεται «Ελλάδα» ή «Ελληνισμός».

Το «κοστούμι» της πρόσληψης και ερμηνείας του κόσμου μέσω της (όποιας και όποιας μορφής) εθνικής ιδέας θα είναι πάντα στενό για τη σύγχρονη μορφή και διάπλαση των καταπιεσμένων. Και ως εκ τούτου όποιος εμμένει σε αυτήν, θα βρίσκεται μπροστά στα όριά της που έχουν προ καιρού ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα, κυνηγώντας χίμαιρες και καταλήγοντας ενίοτε σε τερατογενέσεις.

Από την άλλη όμως, η επιμονή ότι «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας», δεν θα σταματήσει ποτέ να ενοχλεί όσους φαντασιώνονται ένα χώμα ξερό χέρσας γης, στην οποίαν χωρίς αντιστάσεις, παρελθόν και ιστορία, μπορούν να οικοδομηθούν με μονολιθική βεβαιότητα και τεχνοκρατική αποστείρωση οι δυστοπίες του μέλλοντος.

Γιώργος Μουρμούρης

giorgismour@yahoo.gr

Twitter: GeorgeMourmour2

Tagged with: