Την προηγούμενη Πέμπτη γυρνώντας από τα Εξάρχεια αποφάσισα να πάω σινεμά.Ήμουν κοντά στο Άστορ που σε λίγη ώρα θα έπαιζε το Licorice Pizza, την τελευταία ταινία του Paul Thomas Anderson (PTA). Ομολογώ πως στην αρχή πήγα με έναν μικρό σκεπτικισμό. Δύσκολα θα αμφισβητήσει κανείς πως ο ΠΤΑ είναι αυτή την στιγμή από τους πιο ταλαντούχους αμερικανούς δημιουργούς. Οι ταινίες του πάντα είναι αριστοτεχνικά στυλιζαρισμένες ενώ μας έχει παρουσιάσει από σκορσεζικά γκανγκστερικά crime movies μέχρι ταινίες εποχής και ρομαντικές δραμεντί. Απλά η προτελευταία του ταινία (Η Αόρατη Κλωστή, 2017) αν και ήταν μία καλή ταινία ένιωθα ότι κάτι της έλειπε. Αυτό το κάτι όμως το είχε και με το παραπάνω το Licorice Pizza.
Το στόρι είναι το εξής: Στην δεκαετία του 1970, στην κοιλάδα του San Fernando των ΗΠΑ, ο 15χρονος Gary (στον ρόλο ο πρωτοεμφανιζόμενος Cooper Hoffman, γιος του Philip Seymour Hoffman που btw είχε συνεργαστεί με τον PTA στο The Master) γνωρίζει σε μία μέρα φωτογράφισης του σχολείου του την 25χρονη Alana (στον ρόλο η εξίσου πρωτοεμφανιζόμενη Alana Heim, μουσικός έως τώρα, βίντεο κλιπ της οποία έχει γυρίσει ο PTA) και αμέσως της την πέφτει. Αυτή αν και δεν του λέει ναι, βγαίνει ωστόσο ραντεβού μαζί του και στην υπόλοιπη ταινία παρακολουθούμε την εξέλιξη και τα στάδια από τα οποία περνάει η σχέση τους.

Για την πλοκή δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά ακόμα γιατί δεν είναι εκεί το πόιντ στην ουσία. Ο Gary είναι ένας ρηχός, κυνικός wannabe ηθοποιός, wannabe επιχειρηματίας – μάλλον μικροαπατεώνας – ο οποίος πουλάει μεταξύ άλλων στρώματα νερού ενώ η Alana μια κοπέλα από καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον και με υπαρξιακό άγχος για το τι θα κάνει στην ζωή της. Όλη η ταινία τους βρίσκει να περιφέρονται στην κοιλάδα του San Fernando να ξεκινάνε μαζί δουλειές, να φλερτάρουν και να κάνουν πως δεν νοιάζονται ο ένας για την άλλη.
Από την πρώτη στιγμή που γνωρίζονται ο Gary με την Alana υπάρχει μια διαρκής δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ τους. Δεν είναι μόνο το προφανές ηλικιακό χάσμα που τους χωρίζει αλλά και η δυσκολία να συντονιστούν στο τι θέλει ο καθένας από την ζωή του. Και οι δύο αισθάνεσαι ότι νιώθουν ένα κενό μέσα τους και η δεν είσαι σίγουρος αν η μεταξύ τους σχέση τους βοηθάει να προχωρήσουν ή είναι τοξική για αυτούς. Για τον PTA βέβαια καμιά φορά η τοξικότητα μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην ζωή μας και να μας βοηθήσει να βρούμε τον εαυτό μας (και χαρακτηριστικό παράδειγμα το plot twist στην «Αόρατη Κλωστή»). Οι διαφορετικές οπτικές τους είναι και αυτές που γεννάνε και τις μεγαλύτερες εντάσεις μεταξύ τους.
Αν και ο Gary είναι αρκετά πληθωρικός, το πραγματικό αστέρι της ταινίας είναι για μένα η Alana. Όλη η πλοκή χρησιμεύει σαν ένα σκηνικό ουσιαστικά πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η προσπάθεια της κοπέλας να βρει τον εαυτό της και την θέση της στον κόσμο. Δοκιμάζει καινούργιες δουλειές, προσωπικότητες και ρούχα για κάθε περίπτωση ώστε να δει τι πραγματικά της ταιριάζει. Να πούμε επίσης ότι ο ΠΤΑ ξανασυνεργάζεται για τα κουστούμια με τον βραβευμένο με Όσκαρ για την «Αόρατη Κλωστή» σχεδιαστή Mark Bridges.

Η αφήγηση δεν γίνεται με γραμμικό τρόπο, περισσότερο σου δίνεται η αίσθηση ότι η ταινία ρέει μέσα από μια αφηρημένη αλληλουχία των πιο έντονων στιγμών που είναι καθοριστικές για την σχέση του Gary και της Alana. Σαν να προσπαθείς να θυμηθείς μια ιστορία από το παρελθόν μέσα από τις αναμνήσεις σου. Κάποιες από αυτές τις στιγμές ξεχωρίζουν μακράν από τις άλλες βέβαια. Σε μία σκηνή χαρακτηριστικά ο Sean Penn ο οποίος υποδύεται μία γερασμένη φιγούρα του Χόλυγουντ προσπαθεί να γοητεύσει την Alana μέχρι να το ξεχάσει τελείως όταν προσπαθεί μπροστά σε κοινό να αναδημιουργήσει ένα stunt από μία ταινία του. Ο τόπος και ο χρόνος που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα άλλωστε είναι ο ίδιος με αυτόν που ο PTA πέρασε την παιδική του ηλικία οπότε είναι λογική η σκέψη του να δώσει έναν πιο προσωπικό τόνο νοσταλγίας στο σκηνικό.
Και πράγματι μέσα από τις πολύχρωμες εικόνες, τα παιχνίδια με το φως, τα μπεργκεράδικα, τα τραγούδια του David Bowie, της Nina Simone και άλλων, τις καλτ φιγούρες που ανά στιγμές εμφανίζονται και την ευρύτερη περιρέουσα ατμόσφαιρα της πετρελαϊκής κρίσης και του πολέμου στο Βιετνάμ, η Καλιφόρνια των 70ς είναι ζωντανή και γεμάτη ενέργεια. Να σημειωθεί επίσης ότι ούτε και η επιλογή του τίτλου της ταινίας είναι τυχαία. Tο Licorice Pizza στην πραγματικότητα ήταν μια αλυσίδα δισκοπωλείων στην Καλιφόρνια στα 70ς. Και παρά το γεγονός ότι στην ίδια την ταινία δεν γίνεται καμία αναφορά στην συγκεκριμένη αλυσίδα, ο ΠΤΑ έχει πει ότι την θυμάται έντονα από την παιδική του ηλικία. Η απουσία οποιαδήποτε αναφοράς ενισχύει την αίσθηση της απώλειας και της νοσταλγίας. Όπως άλλωστε και η επιλογή του PTA να γυρίσει την ταινία του σε φιλμ 35μμ.
Κλείνοντας με κίνδυνο να ακουστώ γραφικός, με το Licorice Pizza νομίζω πως ο Paul Thomas Anderson μας παρουσιάζεται πιο καλλιτεχνικά ώριμος από ποτέ και μας παρουσιάζει την πιο ανάλαφρη, όμορφη και παιχνιδιάρικη ταινία του μέχρι σήμερα. H oποία και είναι δύσκολο να μην σε κερδίσει με την γοητεία της.