Last and First Men- ο ορισμός του «poetic cinema»

Κάπου ανάμεσα σε εγκαταλελλειμμένα σοβιετικά μνημεία και στην υπνωτική φωνή της Tilda Swinton, το Last and First Men διηγείται το τέλος της ανθρωπότητας.

Η πρώτη και τελευταία ταινία του πρόωρα εκλιπόντος Ισλανδού συνθέτη Γιόχαν Γιοχάνσον είναι ένα δυστοπικό κύκνειο άσμα που σε καθηλώνει στο σύνολο των εβδομήντα λεπτών του. Ιδωμένο μετά τον θάνατό του, το φιλμ που είναι περισσότερο ένα πολυπεπίπεδο πρότζεκτ, μετατρέπεται σε ένα κοσμικό συμβόλαιο με τον άλλο κόσμο.

Κοσμική αφήγηση

Το άτομο που αφηγείται, το οποίο ακούγεται μόνο και δεν φαίνεται ποτέ, είναι ένα ον που ζει σε δύο δισεκατομμύρια χρόνια από τώρα. Απευθυνόμενο κατευθείαν στο κοινό, μιλάει για τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν να είναι χρησμός και μας διαβεβαιώνει ότι το σύμπαν όπως το ξέρουμε φτάνει στο τέλος του. Το κείμενο συνολικά είναι πότε τυπικό και ακαδημαϊκό, πότε μεταφορικό και ελεγειακό, σαν ιστορική πραγματεία ή ανθρωπολογική μελέτη και βασίζεται σε ομώνυμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που βγήκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Ο κύκλος της ζωής φτάνει στο τέλος, καθώς η ανθρωπότητα απειλείται από τον αφανισμό της από τον Ήλιο. Ο φορτωμένος συναισθηματικά και πομπώδης λόγος δημιουργεί ένα υπαρξιακό αίσθημα άγχους στον θεατή, λες και πραγματικά είμαστε στα όρια του να αφανιστούμε εξαιτίας της επίδρασης ουράνιων σωμάτων δυσθεώρητης μάζας και ενέργειας.

Απόκοσμη φωτογραφία

Στο ασπρόμαυρο κάδρο που δημιουργεί το φιλμ των 16mm δεσπόζουν τα spomenik, ογκώδη και αφηρημένα γλυπτά που κατασκευάστηκαν τέλη της δεκαετίας του ‘60 για να γιορτάσουν την επέτειο της λήξης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Λίγο μετά την σύσταση του γιουγκοσλαβικού κράτους και με εντολή του Τίτο, τα Spomeniks τοποθετούνταν σε σημειολογικά επιλεγμένα μέρη, συχνά σε αγροτικές εκτάσεις όπου πραγματοποιήθηκαν ιδιαίτερα αιματηρές μάχες, σε περιοχές όπου υπήρχαν στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή κοντά σε νεκροταφεία των νεκρών του πολέμου. Αρκετά από αυτά ανεγέρθησαν και σε αστικές περιοχές, προς θύμηση των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν στις πόλεις από τις κατοχικές δυνάμεις, όπως μαζικές σφαγές αμάχων ή μαζικές εκτελέσεις αντιφρονούντων.

Η τεχνοτροπία τους δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο σχεδιασμού, αλλά διαφαίνονται έντονες επιρροές από τα κινήματα του μπρουταλισμού, του κονστρουκτιβισμού αλλά και του μοντερνισμού, ιδιαίτερα όπως αυτός εκφράστηκε από τον Ελβετό αρχιτέκτονα Le Corbusier. Η επιλογή των εξαιρετικά ανθεκτικών και «σκληρών» υλικών όπως η πέτρα και το μπετόν εξυπηρετούσε ώστε τα ιδιόμορφα αυτά μνημεία  να αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου και να αποτελέσουν διαχρονική υπενθύμιση της εθνικής απώλειας και της θλίψης του πολέμου. Αλλά, η επιβλητική τους εμφάνιση και ο τεράστιος καθηλωτικός όγκος τους είχε και έναν ακόμη σημαντικό στόχο, να προβληθεί η δύναμη και οι δυνατότητες του κουμουνιστικού κοινωνικού μοντέλου. Ένα μοντέλο που σύμφωνα με την σοβιετική θεώρηση παρότι όχι ιδιαίτερα κομψό ήταν ανθεκτικό, ισχυρό και ακλόνητο, όπως και τα τεράστια τσιμεντένια Spomenik.

Στα αφημένα πια μνημεία του «ξεπεσμένου» ιδεώδους της γιουγκοσλαβικής σοσιαλιστικής ενότητας, παρατηρούμε τον τελευταίο ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους, που σε λίγο θα πάψει να υφίσταται.

Αστρική μουσική

Από αυτό το ρέκβιεμ δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική υπόκρουση, που ήταν και βασική ιδιότητα του Γιόχανσον.  Έτσι η μουσική είναι βγαλμένη από μια παράσταση με ζωντανή μουσική γραμμένη από τον ίδιο και παρουσιάστηκε ζωντανά στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μάντσεστερ το 2017 με τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του BBC. Έτσι πραγματοποιείται η γεφύρωση μεταξύ του λόγου και της εικόνας, ουσιαστικά με ένα τρίτο επίπεδο το οποίο εξελίσσεται παράλληλα με τα άλλα δυο. Τα συμμετρικά, φουτουριστικά μνημεία στην αχανή γη του Κοσσυφοπεδίου, το μαγευτικό voice over και ο ηλεκτρονικός ήχος, συμβάλλουν σε ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα που προσπαθεί, άνισα απ’ ότι φάνηκε από την αυτοκτονία του εμπνευστή του, να αναμετρηθεί με την απώλεια, την φθορά, την ματαίωση της υπόσχεσης της Ουτοπίας. Ίσως βέβαια να μην υπήρξε ποτέ καμία υπόσχεση.