Η τελευταία ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη παραδίδει μαθήματα αλληλεγγύης με φόντο μια παραμελημένη παμπ και τον ιδιοκτήτη της.
Ο Ken Loach έφτασε πια 87 ετών, όμως δεν παραδίδει εύκολα τον κινηματογραφικό του φακό. Μαζί με τον στενό συνεργάτη του Paul Laverty, δημιουργούν μια τελευταία ιστορία για την εργατική τάξη της Βρετανίας αλλά και κάθε άλλης χώρας, δυτικής ή μη. Σε μια παρόμοια συνθήκη με τις προηγούμενες ταινίες «Sorry we missed you» και «I, Daniel Blake», ο κεντρικός ήρωας είναι ένας λευκός Βρετανός στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης που θα προσπαθήσει να πάρει την ζωή στα χέρια του.
Η προσφυγική κρίση και το ξενοφοβικό κλίμα μιας επαρχιακής κοινότητας στα βόρεια της Αγγλίας γίνονται αυτή την φορά οι κεντρικές συνισταμένες που διατρέχουν το σύνολο της ταινίας. Έτσι η άφιξη Σύριων προσφύγων φαίνεται να διαταράσσει την σιωπηλή κατάρρευση της ντόπιας εργατικής τάξης, που φαίνεται να αγκυστρώνεται από την ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό για να επιβιώσει στο απομονωμένο πια χωριό. Εγκλωβισμένη, φοβισμένη και απελπισμένη στρέφεται στις πιο αδύναμες Σύριες οικογένειες που μόλις κατέφθασαν. Σε αυτό το χωριό ανθρακορύχων, με τις γνωστές μάχιμες απεργίες ενάντια στο θατσερικό καθεστώς, ο TJ Ballantyne ως ιδιοκτήτης της παμπ «The Old Oak», θα προσπαθήσει να συνενώσει και να συμφιλιώσει τις δυο πλευρές στο πλαίσιο των κοινών τους καταπιέσεων. Επιδιώκοντας την αλληλεγγύη, ο TJ θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ωμό ρατσισμό των ντόπιων θαμώνων και χρόνια φίλων του και τελικά με ένα δίλημμα που θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια την παμπ.
Ακόμη και ο TJ βρίσκεται μαζί με την παμπ του στο ναδίρ τους, παρουσιάζεται η διαρκής ανάγκη για συλλογική διεκδίκηση, που υπερνικά την κατάθλιψη και τον εγκλωβισμό στον ατομικισμό. Είναι η ίδια η ελπίδα και η πολλές φορές υπεραισιόδοξη πίστη του Ken Loach στην εργατική τάξη και τις δυνατότητες της που αντικατοπτρίζεται για άλλη μια φορά στο «The Old Oak». Η μινιμαλιστική σκηνοθεσία, η νατουραλιστική διάσταση των διαλόγων και οι ξεκάθαρα πολιτικές προσδοκίες των πρωταγωνιστών είναι κάτι που σίγουρα θα λείψει από το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σινεμά. Είναι γεγονός ότι η τελευταία ταινία δεν παρουσιάζει κάτι ιδιαίτερο και ούτε θα πρέπει να συγκριθεί με τα επικά «Γη και Ελευθερία» ή «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι». Παρά το προφανές μελόδραμα και την σχετική απλοϊκότητα που καταλογίζεται στην ταινία, αποτελεί το τελεύταιο κεφάλαιο μιας φιλμογραφίας που τάχθηκε πέρα ως πέρα με την εργατική τάξη και προσπάθησε να φωτίσει μια άλλη πλευρά της συλλογικής ζωής, όπως μπορεί να την εννοούμε σήμερα.
Με τα λόγια του Εμίρ Κουστουρίτσα, που βρέθηκε στην Αθήνα στα τέλη Νοέμβρη με αφορμή την ρετροσπεκτίβα στο έργο του και περιέγραψε την κατάσταση στο σινεμά σήμερα: «Μπορεί το σινεμά γενικά να μιλά για πολλά φλέγοντα ζητήματα, αλλά το mainstream σινεμά δεν δέχεται πως υπάρχεια κάποια πρόβλημα στην ανθρωπότητα. Δεν δέχεται τις κοινωνικές τάξεις, δεν μιλάει για την εργατική τάξη.» Κάπου εκεί υπάρχει και η δήλωση του Ken Loach, που αρνήθηκε παλαιότερα τιμητικό βραβείο στο Φεστιβάλ του Τορίνο εξαιτίας των χαμηλών μισθών και της κακομεταχείρισης των εργαζομένων. Τέτοιες προσωπικότητες είναι δεδομένο ότι θα (εκ)λείψουν από την μεγάλη οθόνη.