Στον απόηχο των εξελίξεων των τελευταίων εβδομάδων, με τα περιστατικά σεξουαλικών παρενοχλήσεων που καταγγέλλονται δημόσια να πληθαίνουν, βρήκαμε λίγο χρόνο από την πίεση της καθημερινότητας και συζητήσαμε στα πλαίσια του διαδικτύου με την ηθοποιό της “Ομάδας Σημείο Μηδέν” Ρόζυ Μονάκη.
Η σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους δουλειάς φαίνεται να είναι κάτι διαδεδομένο και το έχουν βιώσει έστω μια φορά σύμφωνα με έρευνα το 85% των γυναικών. Στον χώρο του πολιτισμού και ειδικά του θεάτρου που το περιβάλλον εργασίας είναι διαφορετικό, πώς μεταφέρεται το όλο θέμα (με τις πρόβες, τις audition κ.λπ.);
Η αλήθεια είναι ότι ζητούμενο στην τέχνη είναι η δημιουργία ανίερων, ακραίων, επικίνδυνων έργων, που προκαλούν και προσκαλούν τους δέκτες να μετακινηθούν εσωτερικά. Που σαρκάζουν τις δοσμένες συνθήκες, που θέτουν συνεχώς ερωτήματα, που διαρκώς αμφιβάλλουν για ό,τι μένει ακίνητο και σταθερό, για οτιδήποτε αυτή η κοινωνία τακτοποιεί. Όμως όταν λέω ότι δεν υπάρχουν όρια, εννοώ ότι οι δημιουργοί μπορούν ανά πάσα στιγμή να τα αλλάξουν, να τα καταργήσουν, να τα επανανοηματοδοτήσουν. Όμως είναι μια διαδικασία που θέλει χρόνο, επιμονή και υπομονή. Δεν έχει καμία σχέση με κάποια ηδονιστική-σαδιστική διάθεση επιβολής εξουσίας κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας. Τα όρια ανάμεσα στη ριζοσπαστική φύση της τέχνης και μιας καταπιεστικής εκμετάλλευσης αυτής της δομικής διάστασης της δεν είναι τόσο δυσδιάκριτα. Σχηματικά, και απλοϊκά ίσως, θα λέγαμε ότι όταν κάποια/ος νιώθει, έστω και ελάχιστα, να χάνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος του/της για να ακολουθήσει κάποια οδηγία, κάτι δεν πάει καλά.
Το ζήτημα όμως είναι πιο βαθύ και έγκειται στην αναζήτηση των αιτιών της παραβατικής-κακοποιητικής συμπεριφοράς στο όνομα μια κάποιας δημιουργίας. Ποιες είναι, τι τις γεννάει τι εξυπηρετούν, τι ορίζουν; Που πραγματικά στοχεύουν;
Με λίγα λόγια ο χώρος της τέχνης δεν είναι αποκομμένος από την κοινωνία. Μέσα του θα βρεις όλες τις παθογένειες της. Την αναπαραγωγή όλων των κυρίαρχων στερεοτύπων, των σχέσεων εξουσίας, των έμφυλων διαχωρισμών. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια αξιακή συζήτηση, που υπερβαίνει κάθε κλαδικό διαχωρισμό και διατρέχει τη ζωή μας καθολικά.
Ακολουθώντας το παράδειγμα της Μπεκατώρου, πολλοί/ες ηθοποιοί έχουν καταγγείλει τις τελευταίες μέρες επώνυμα ή ανώνυμα κάποιο σκηνοθέτη, παραγωγό ή κάποιο άτομο με παραπάνω εξουσία για παραβιαστικά περιστατικά. Μέχρι τώρα ποια πιστεύεις ότι είναι η κυρίαρχη κατάσταση στον χώρο (κατακραυγή ή στήριξη των προσώπων) σχετικά με την αποκάλυψη και δημόσια καταγγελία ηθοποιών που έχαιραν αποδοχής και αναγνώρισης από το κοινό; Θεωρούνταν ένα «κοινό μυστικό» ως «αποδεκτό» μέρος αυτής της δουλειάς;
Υπάρχει ένα αίσθημα ανακούφισής ανάμεικτο με φόβο και θυμό. Υπάρχει ένα χαμόγελο που μας γαληνεύει ενώ ταυτόχρονα θρηνεί. Είναι τόσα πολλά που συμβαίνουν μέσα στην καθεμία/καθέναν από εμάς ταυτόχρονα. Ο κλάδος βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, όχι γιατί δεν γνώριζε αλλά γιατί αρχίζει να συνειδητοποιεί το αναγκαίο Τώρα και το απαραίτητο Φτάνει, για την ίδια του τη ζωή αλλά και για τη θεατρική τέχνη.
Το φαινόμενο των παραβατικών συμπεριφορών ήταν κοινό μυστικό, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις επίσης. Όμως δεν είναι μόνο αυτά, έμφυλες ανισότητες κυριαρχούν σε όλα τα επίπεδα, από μισθολογικές ανισότητες, εκβιασμούς, ψυχολογικό πόλεμο έως και σεξουαλικές παρενοχλήσεις, βιασμούς κ.λπ.. Ο φόβος, το αίσθημα ενοχής, η ανασφάλεια για το μέλλον και ότι χαράσσει στα σώματα μας και στις ψυχές μας η πατριαρχία, οδηγούσαν στη σιωπή. Φαίνεται ότι διανύουμε ένα κομβικό σημείο ρήξης με την κυρίαρχη-δεδομένη συνθήκη της ανοχής.
Κατά τη γνώμη μου, το βασικό στο κίνημα που γεννιέται είναι ότι συγκροτείται πάνω στην ανάγκη εξιστόρησης ενός τραύματος, που φαίνεται να είναι συλλογικό. Κυριαρχεί το αίσθημα της αλληλεγγύης στις καταγγέλλουσες. Κυριαρχεί μια βαθιά ενσυναίσθηση και μια ανάγκη δημιουργίας δεσμών στήριξης και αλληλοβοήθειας. «ΜΙΛΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ», αρθρώνεται από την πλειοψηφία. Δεν είναι το μίσος που μας ενώνει, όσο και αν από σκοπιμότητα παρουσιάζεται κάτι τέτοιο. Το ότι υπάρχει θυμός και φόβος είναι βέβαιο, αλλά αισθάνομαι ότι μας ενώνει η ανάγκη υπέρβασης τους, η μετατροπή τους σε κινητήρια δύναμη ουσιαστικής αλλαγής.
Πολλές φορές στη σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη αφήνεται να εννοηθεί ότι ο δεύτερος «ορίζει» τη φύση της σχέσης και της συνεργασίας μεταξύ τους και έτσι ο/η ηθοποιός έχει μια «παθητική» στάση που συνδέεται με το αρχέτυπο της «μούσας» ως πηγής έμπνευσης. Πιστεύεις ότι αυτή η απαρχαιωμένη αντίληψη «μούσας-δημιουργού» οδηγεί στο να ευδοκιμούν τέτοιες συμπεριφορές και εν μέρει να δικαιολογούνται με βάση αυτή;
Σίγουρα, αν κaι απαρχαιωμένη, η αντίληψη αυτή συνεχίζει να επικρατεί. Είναι μια εικόνα που έχουμε ενσωματώσει, μια αντίληψη όπου η/ο ηθοποιός αφήνεται παθητικά στη σοφία του Δασκάλου. Έχει σημασία το «παθητικά», γιατί δημιουργεί ένα πεδίο παράδοσης άνευ όρων, το οποίο είναι κίβδηλο. Πρόκειται για μία αυταπάτη της/του ηθοποιού ότι μέσω της παθητικότητας-υποταγής, θα μετουσιωθεί σε υλικό προς δημιουργία. Αυτή η μετουσίωση όμως, ακόμα και αν επιτευχθεί, βασίζεται στον φόβο, στην ανασφάλεια, στον ετεροκαθορισμό. Βασίζεται στην απόλυτη αποδοχή όχι μόνο της δύναμης του άλλου, αλλά και της αδυναμίας του εαυτού. Επίσης, η παραγωγή και αναπαραγωγή τέτοιων σχέσεων ορίζει από θέση πως η δημιουργική αξία της λεγόμενης «μούσας», αρχίζει και τελειώνει μόνο μέσα από τα μάτια του Δασκάλου-Σκηνοθέτη. Η μούσα είναι ετερόφωτη, ένα σώμα που περιμένει στωικά το βλέμμα του ειδικού. Αυτό είναι βαθιά προβληματικό. Κάθε σχέση που βασίζεται σε κάποια δοσμένη a priori εξουσία, εκκολάπτει τον φόβο και τη λογοκρισία, τις συναισθηματικές εγκοπές, την ανασφάλεια. Εξάλλου στην τέχνη δεν υπάρχουν ειδικοί, μόνο δημιουργοί.
Το θέατρο είναι ομαδική τέχνη, ζωντανεύει την ανάγκη της επικοινωνίας του τραύματος με τον Άλλο, ώστε από προσωπικό βίωμα να γίνει συλλογική κραυγή αγωνίας. Κατά τη γνώμη μου, για να γίνει, η ανάγκη τέχνη, χρειάζεται ισότιμες σχέσεις. Ο αμοιβαίος σεβασμός και εμπιστοσύνη, η ενεργητική εμπλοκή στα ζητήματα, η παραδοχή της κάθε ιδιαιτερότητας, ο αλληλοθαυμασμός, η αμφίπλευρη εκτίμηση, όλα αυτά δομούν σχέσεις ικανές και ασφαλείς, σχέσεις που μέσα τους η ατομικότητα γίνεται απαραίτητο και αναγκαίο μέρος της συλλογικής δημιουργίας. Μέσω αυτών απελευθερώνεσαι καθολικά και ανοίγεται ο χώρος για καλλιτεχνική δημιουργία.
Ποιες σκοπεύουν να είναι οι απαντήσεις ενός συλλογικού φορέα που να εκπροσωπεί τους ηθοποιούς, όπως η Συνέλευση Αγωνιζόμενων Ηθοποιών; Υπάρχει κάποια πρόβλεψη να διαγράφονται από το Σωματείο τέτοια άτομα εφόσον έχουν κινηθεί και νομικά εναντίον τους;
Όσον αφορά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), υπάρχει εσωτερικός κανονισμός για σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, βάση καταστατικού, καλείται να ερευνήσει την υπόθεση, να βγάλει πόρισμα να το καταθέσει στη Γενική Συνέλευση του Σωματείου και ύστερα από μια μυστική ψηφοφορία, το σώμα αποφασίζει για την οριστική διαγραφή ή όχι.
Το ζήτημα που ανοίγεται είναι τεράστιο. Η στιγμή-τομή που διανύουμε ανοίγει την κουβέντα για δημιουργία μίας δομής που όχι μόνο θα εισηγείται την διαγραφή του κακοποιητή, αλλά θα παρέχει και συνδικαλιστική-νομική-πολιτική-οικονομική στήριξη στις/στους κατταγέλλουσες/οντες. Θα κινητοποιεί, θα ενημερώνει και θα διαπαιδαγωγεί τον κλάδο για τα ζητήματα. Θα αποκαλύπτει την έμφυλη διάσταση σε κάθε εργοδοτική-οικονομική σχέση. Θα συνδέει την έμφυλη απελευθέρωση με το συνολικό όραμα του χειραφετημένου ανθρώπου.
Πιστεύω πως μια τέτοια δομή μέσα σε κάθε σωματείο θα δημιουργούσε τους όρους για μια ουσιαστική αλλαγή. Ταυτόχρονα όμως και πέρα από τις δομές, η αγωνιστική οδός, με εξώστρεφες κινητοποιήσεις και ενημερώσεις για την έμφυλη βία, είναι αναγκαίο στοιχείο για τη ρήξη με τις πρακτικές της πατριαρχίας.
Ειδικά σε μια περίοδο που οι καλλιτέχνες βρίσκονται χωρίς δουλειά, περιμένοντας κάποια επιδόματα, πώς σχολιάζεις το επιχείρημα «το καταγγέλλει τώρα για να κερδίσει αναγνωρισιμότητα» που ισχυρίστηκαν σε διάφορες εκπομπές;
Το θεωρώ τόσο φαιδρό που καταλήγει επικίνδυνο. Πρόκειται για μία ανάγκη πλάνης του εαυτού, μία άρνηση. Την άρνηση να συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά προκαλούν οι κοινωνικά δοσμένες ταυτότητες της πατριαρχίας σε συνδυασμό με το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Έτσι, είτε σκόπιμα είτε όχι, δημιουργούμε την ψευδαίσθηση ότι δεν φταίει η κοινωνία, το σύστημα και οι θεσμοί τους, αλλά ο ένας-η μία, γιατί είχε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ή κάποιο συμφέρον.
Η πλάνη αυτή, η αδυναμία να εντοπίσουμε τη ρίζα του κακού, ο αποπροσανατολισμός από την ουσία, οδηγεί, σε μεγάλο βαθμό, στην αέναη διαιώνιση της παθογένειας. Στις έμφυλες διακρίσεις, στις παραβατικές συμπεριφορές και στους βιασμούς.
Είναι πολύ δύσκολη διαδικασία να αντικρίσεις την αλήθεια γυμνή και να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι μέρος της. Γιατί, αν το κάνεις, αναγνωρίζεις την αναγκαιότητα της αλλαγής του αξιακού, πλαισίου της κοινωνίας, προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.
Τελικά αν το θέατρο (και) διαπαιδαγωγεί, ποια θα έπρεπε να είναι η κουλτούρα προκειμένου να αποφευχθούν τέτοια περιστατικά μέσα σε μια θεατρική ομάδα, σε ένα θίασο κ.λπ.; Για τα άτομα με παραβατική συμπεριφορά αλλά και τα άτομα που υπήρξαν θύμα της, ποια θα έπρεπε να είναι η «επόμενη μέρα» στον χώρο εργασίας τους;
Ο διάλογος για τις έμφυλες διαστάσεις όλων των κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων που διατρέχουν την καθημερινότητα μας, τόσο σε κλαδικό όσο και κινηματικό επίπεδο έχει ανοίξει. Κι αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι. Όμως η αλλαγή της υπάρχουσας κουλτούρας θέλει τρομερή επιμονή και υπομονή, δεν πρόκειται για μια διαδικασία εύκολη, καθώς συνδέεται με μια γενικότερη προβληματική κατάσταση. Το σίγουρο είναι ότι ο φόβος μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη ρήξης. Ρήξη με ανθρώπους που κατ’ εξακολούθηση και συνειδητά υιοθετούν παραβατικές συμπεριφορές αλλά κυρίως ρήξη με την ίδια τη λογική-κουλτούρα της έμφυλης βίας και τις πρακτικές της.
Η επόμενη μέρα ας είναι μία μέρα που θα μιλάμε, θα εναντιωνόμαστε, θα υπερασπιζόμαστε όχι μόνο τις/τους εαυτές/ούς μας αλλά και όποια/όποιον γίνεται δέκτης παραβατικής συμπεριφοράς. Να είμαστε αλληλέγγυες/οι. Το πραγματικό κέρδος όλων αυτών είναι οι δεσμοί αλληλεγγύης που δημιουργούνται. Το να μην είναι καμία/κανένας μόνη/μόνος.
Έτσι θα ανοίξει ένας άλλος δρόμος για την τέχνη. Αυτός που έρχεται μέσα σε ένα πλαίσιο ασφαλείας, όπου οι ηθοποιοί εμπιστεύονται πλήρως και καθολικά το σώμα τους, τη φαντασία τους, τον ψυχικό τους πλούτο. Ο/η δάσκαλος/δασκάλα είναι εκεί ως συνταξιδιώτης/ισσα, άλλοτε προπορεύεται, άλλοτε ακολουθεί. Είναι ένα αέναο παιχνίδι προς το άγνωστο που πάνε παρέα, ο καθένας και η καθεμία με τα ξεχωριστά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Διαβάστε περισσότερα στην κατηγορία ΘΕΑΤΡΟ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ INSTAGRAM