#ALMODÓVAR: Το δέρμα που κατοικώ – ομορφιά με χειρουργικό νυστέρι

Από τις καλύτερες ταινίες του Αλμαδόβαρ και εξαιρετική συνεργασία με τον Αντόνιο Μπαντέρας. 

Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τιερί Ζονκέ, η ταινία του Aλμαδόβαρ «Το δέρμα που κατοικώ» (2011), αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία για τον θεατή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ξεφεύγει λιγάκι από τα αλμαδοβαρικά πρότυπα, τόσο λόγω της πλοκής, όσο και σκηνοθετικά, καθώς τα έντονα και ζωηρά χρώματα δίνουν τη θέση τους σε μια πιο ψυχρή και σκοτεινή ατμόσφαιρα για να μας εισάγουν στην σκοτεινή και ανατριχιαστική υπόθεση. 

Ο καταξιωμένος πλαστικός χειρουργός Ρόμπερτ Λέντγκαρντ κράτα αιχμάλωτη στο σπίτι του τη Βέρα, μια νεαρή γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας βλέπουμε την εγκλωβισμένη κοπέλα να περνάει δύσκολες στιγμές, ερχόμενη αντιμέτωπη ακόμα και με την ερωτική επιθυμία του ιατρού, αναγκασμένη να έχει ερωτικές επαφές μαζί του χωρίς  συναίνεση. Στην αρχή θεωρούμε ότι πρόκειται  για μια συνθήκη αιχμαλωσίας και κακοποίησης, ωστόσο στην πορεία της ταινίας, καθώς το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται τα πράγματα γίνονται όλο και πιο σύνθετα. 

Ο γιατρός έχει χάσει τη γυναίκα του όταν εκείνη κάηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα , και από τότε προσπαθεί εμμονικά να κατασκευάσει ένα τεχνητό δέρμα που θα μπορούσε να την είχε κρατήσει κοντά του στη ζωή. 

Πέρα από το τραγικό συμβάν του θανάτου της γυναίκας του, ο δρ. Λέντγκαρτ, έχει ζήσει ακόμα ένα φρικτό γεγονός, που δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ. Η κόρη του, Νόρμα, την οποία ο ίδιος είχε συνοδέψει ένα βράδυ, σε έναν χορό, βρέθηκε σε πολύ άσχημη κατάσταση, μετά από πίεση που δέχτηκε, από έναν άγνωστο νέο άνδρα να έχουν σεξουαλική επαφή. Η Νόρα λίγο καιρό μετά το γεγονός, αυτοκτόνησε. Ο Λένταγκαρτ, ολομόναχος πια, ορκίστηκε να εκδικηθεί. 

Οι δύο ιστορίες της τραυματικής εμπειρίας της κόρης και της φυλακισμένης νεαρής γυναίκας στην έπαυλη του γιατρού, συνδέονται και συνθέτουν την ιστορία. 

Ο δρ. Λέντγκαρτ, για να καταφέρει μετά από δώδεκα χρόνια, να δημιουργήσει το αδιαπέραστο τεχνητό δέρμα που θα έσωζε τη γυναίκα του στο ατύχημα, χρειαζόταν την επιμονή ενός αδίστακτου και χωρίς ηθικούς φραγμούς ανθρώπου- τέτοια ένστικτα συνήθως έρχονται στους ανθρώπους ως αποτέλεσμα επιθυμίας για εκδίκηση-, ένα πειραματόζωο και τη βοηθό του, τη γυναίκα που τον φρόντιζε και τον μεγάλωσε, τον πιο κοντινό άνθρωπο που του είχε απομείνει. 

Ο Αλμαδόβαρ, καταφέρνει να μετατρέπει διαρκώς,για όσο εξελίσσεται η ιστορία, τον θύτη σε θύμα και το θύμα σε θύτη. Μέχρι το τέλος της ταινίας, ο θεατής προσπαθεί να δικαιολογήσει στο μυαλό του τα αδικαιολόγητα,  δεν έχει καταλήξει ποιος βρίσκεται σε ποια θέση, φτάνοντας να αναπτύσσει αισθήματα συμπόνοιας και αγωνίας για τους πρωταγωνιστές. 

Ο σπουδαίος σκηνοθέτης, αυτή τη φορά, μιλάει για το θέμα του εγκλεισμού και της απόδρασης. Απόδρασης ρεαλιστικής και μεταφορικής, της απόδρασης από τον ίδιο τον εαυτό, από τα φαντάσματα του παρελθόντος, από το σώμα και το φύλο, τη σεξουαλική ταυτότητα, από την οικογένεια. 

Το παιχνίδι μέχρι τέλους παίζεται ανάμεσα στη μανία για εκδίκηση και την εμμονή του παρελθόντος, που έχουν σύμμαχο τους την επιστήμη, και στην ανάγκη για ζωή, την επιβίωση και την ελευθερία. Η Βέρα, εκπροσωπεί για τον Αλμαδόβαρ, τον άνθρωπο που βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα στο κορμί του, δεν το αποδέχεται, δεν το αντέχει. Όταν όμως συμφιλιωθεί με αυτό, καταφέρνει να ζήσει πιο ευτυχής από ποτέ. 

Μια αλληγορική ταινία, που μέσω της περίτεχνης πλοκής της, φέρνει τον θεατή με ομαλό τρόπο και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει αντιμέτωπο με τόσο καίρια ζητήματα, που φυσικά απασχολούν τον σκηνοθέτη σε όλες τις ταινίες του. 

Με αφορμή την νέα ταινία του Αλμοδόβαρ, Παράλληλες Μητέρες, ανατρέχουμε σε παλαιότερες ταινίες της φιλμογραφίας του.