«Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι / (Άννα, μην κλαις) / Θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη».
Ογδόντα έξι χρόνια έχουν περάσει απ’ όταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε τους στίχους αυτούς. Και όμως, παρακολουθώντας την προηγούμενη Τρίτη τη συζήτηση στην ελληνική Βουλή για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 7 δισ. ευρώ, οι στίχοι του Μπρεχτ έρχονταν αυθόρμητα στο μυαλό.
Δεν είναι μόνο η κυνική αντίφαση ανάμεσα στην ομολογία του υπουργού Άμυνας για το «δυσβάσταχτο» κόστος των εξοπλισμών, από τη μία, και την απειλή του πρωθυπουργού ότι «δεν θα επιστρέψουμε στα ελλείμματα και τη διεθνή αναξιοπιστία» –όταν πρόκειται για μέτρα προστασίας από την φτώχεια– από την άλλη. Είναι η μεγάλη εικόνα σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου τα διαβόητα «τύμπανα του πολέμου» ηχούν για μία ακόμη φορά, κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες μετά τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας.
Στην Ουκρανία του εθνικισμού και της πολεμικής κινητοποίησης η φτώχεια θερίζει, την ίδια ώρα που, σύμφωνα με διεθνή ΜΜΕ, βαθύπλουτοι ολιγάρχες εγκαταλείπουν τη χώρα με πτήσεις τσάρτερ. Στη Ρωσία πριν λίγους μήνες ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανήγαγε τη φτώχεια σε υπ’ αριθμόν ένα «εχθρό της χώρας» (sic). Πρόκειται για τον ίδιο Πούτιν των Ρώσων ολιγαρχών, της πολεμικής βιομηχανίας, της πολυετούς, αιματηρής και πολυδάπανης επέμβασης στη Συρία υπέρ των δυνάμεων του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των πανίσχυρων πολυεθνικών και των μεγαλεπήβολων βλέψεων για παγκόσμιο ρόλο, πάνω από 35 εκατομμύρια άνθρωποι καλούνται αυτόν τον χειμώνα να επιλέξουν ανάμεσα στο να τραφούν ή να ζεστάνουν τα σπίτια τους, σύμφωνα με το Euronews. Στις ΗΠΑ, 50 εκατομμύρια άνθρωποι στις αρχές του 2021 δεν μπορούσαν να καλύψουν βασικές βιοτικές ανάγκες.
Σε αυτό το φόντο, οι διάφοροι «στρατοί ξεκινούν», για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ, ενώ ζητούμενο της εποχής παραμένει τα εκατομμύρια των φτωχών να ακολουθήσουν «άλλες σημαίες». Τώρα. Όχι «σαν γυρίσουν ξανά».
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
«Η ενίσχυση και η επαύξηση της συνολικής δυνατότητας των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας ασφαλώς έχει πολύ μεγάλο, δυσβάσταχτο σε δύσκολους καιρούς, οικονομικό κόστος. Έχει όμως ανυπολόγιστο εθνικό όφελος». «Να είμαι όμως σαφής. Ποτέ δεν θα επιτρέψω επιπόλαιες κινήσεις που θα γυρίσουν τη χώρα πίσω, που θα ανάγκαζαν τη χώρα να επιβάλει φόρους. Δεν θα επιστρέψουμε στα ελλείμματα και τη διεθνή αναξιοπιστία. Κάθε μέτρο [στήριξης] στο εξής θα έχει το μέτρο της λογικής και του κοινού συμφέροντος».
Δύο δηλώσεις: Η πρώτη του υπουργού Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η δεύτερη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Και οι δύο κατά τη συνεδρίαση της προηγούμενης Τρίτης στη Βουλή για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ύψους 7 δισ. ευρώ.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά: «Χορός» δισεκατομμυρίων, όταν πρόκειται για οπλικά συστήματα. «ξαφνική» υπενθύμιση της «ανάγκης» τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όταν πρόκειται για μέτρα στήριξης από το σαρωτικό κύμα ακρίβειας. Πρόκειται για την ίδια συνεδρίαση κατά την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης απεφάνθη ότι «κάθε πολιτική διαφωνία σταματά εκεί που ξεκινά το συμφέρον της πατρίδας», κάτι που βεβαίως σημαίνει ότι όποιος έχει τη δυνατότητα να ορίσει το «συμφέρον της πατρίδας», μπορεί να θέσει και τα όρια του δημόσιου διαλόγου και της «ανεκτής» πολιτικής διαφωνίας. «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης», έλεγε ο Καρλ Σμιτ.
Η συζήτηση στη Βουλή ολοκληρώθηκε με υπερψήφιση του νέου εξοπλιστικού προγράμματος-«μαμούθ» από τη Νέα Δημοκρατία, την Ελληνική Λύση και το ΚΙΝΑΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δήλωσε «παρών» επί της αρχής, υπερψήφισε φρεγάτες και τορπίλες, ενώ καταψήφισε τα έξι επιπλέον Rafale (ας σημειωθεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ψηφίσει παλιότερα υπέρ της αγοράς των πρώτων 18). Καταψήφισαν το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25, ψηφίζοντας ωστόσο υπέρ και δηλώνοντας «παρών», αντίστοιχα, για την αγορά των τορπιλών. Η διαρκής αναπαραγωγή των περί μονομερούς τουρκικής προκλητικότητας έχει και τις πρακτικές της απολήξεις…
Αλεξανδρούπολη και Στο βάθος Ουκρανία
Την ώρα που η ελληνική Βουλή ψήφιζε υπέρ της νέας αγοράς οπλικών συστημάτων, στην ανατολική Ευρώπη τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν ανησυχητικά, καλύπτοντας τον ορίζοντα, όxι μόνο στις στέπες στην ανατολική Ουκρανία αλλά και στις σιωπηλές βαλκανικές πεδιάδες του Έβρου. Εδώ και μήνες το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης έχει μετατραπεί στον βασικό κόμβο για την μεταφορά αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων, μέσω Βουλγαρίας και Ρουμανίας, προς την Ουκρανία.
Στις 3 Δεκεμβρίου 2021 ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ επισκεπτόταν το λιμάνι της εβρίτικης πρωτεύουσας στο πλαίσιο της άσκησης Atlantic Resolve 2021, χαρακτηρίζοντάς το ως τη «βασική πύλη προς τα Δυτικά Βαλκάνια και της περιοχή της Μαύρης Θάλασσας». «Ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος στρατιωτικής δραστηριότητας εδώ στο λιμάνι υπογραμμίζει τον διευρυνόμενο στρατηγικό ρόλο και τη σημασία της Αλεξανδρούπολης για την Ελλάδα, για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για την περιοχή», δήλωνε ο Πάιατ.
Και μπορεί καθώς ουδείς ασχολείτο τότε με τις εξελίξεις στην Ουκρανία στα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ οι δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη να προβάλλονταν με διθυραμβικούς τίτλους και αντιτουρκικές αιχμές, όταν δεν χάνονταν στον βάλτο της ειδησεογραφίας των reality και της εγκληματοθηρίας, οι αναφορές Πάιατ και ευρύτερα η κινητικότητα στο μεγάλο λιμάνι της δυτικής Θράκης δεν περνούσαν απαρατήρητα στη Μόσχα.
«Ναι, θίξαμε το θέμα των νέων βημάτων που έγιναν στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις για την ενίσχυση του καθεστώτος του λιμένος της Αλεξανδρούπολης για τους σκοπούς του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και ναι, φυσικά, διαβάσαμε σε ποιες κατευθύνσεις θα χρησιμοποιήσουν αυτό το λιμάνι οι Αμερικανοί», δήλωνε με σαφήνεια στις 14 Ιανουαρίου ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, αναφερόμενος σε συνομιλία που είχε με τον Έλληνα ομόλογό του Νίκο Δένδια. Πιο σαφής και κυνικός, ο Ρώσος πρέσβης στην Ελλάδα, Αντρέι Μάσλοφ, δήλωνε στις 10 Φεβρουαρίου στο ρωσικό δίκτυο RIA Novosti με «φόντο» τις εξελίξεις στην Ουκρανία: «Σε ό,τι αφορά την “ανησυχία”, για την οποία ρωτάτε, πρέπει να την αισθάνονται ακριβώς οι ίδιες οι χώρες, οι οποίες παραχωρούν έδαφός τους για χρήση του ως διαμετακομιστικό σταθμό με σκοπό τη μεταφορά προσωπικού, εξοπλισμού και τεχνικών μέσων στη ΝΑ Ευρώπη, προς τα σύνορα με τη Ρωσία. Παλαιότερα οι χώρες της περιοχής πιο υπεύθυνα και ψύχραιμα αξιολογούσαν τις εν δυνάμει συνέπειες για τις ίδιες από παρόμοια βήματα».
Το μήνυμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφές. Η ασφυκτική πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα των ΗΠΑ ενέχει τον κίνδυνο της άμεσης εμπλοκής της χώρας σε ενδεχόμενη ανάφλεξη στην Ουκρανία και ευρύτερα στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Είναι ο δεύτερος «λογαριασμός» που ενδέχεται να κληθούν να πληρώσουν εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα για τη «στρατηγική αναβάθμιση» του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου, μετά τα πολλά δισεκατομμύρια των αλλεπάλληλων εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Βεβαίως, από την Αθήνα διαμηνύεται σε όλους τους τόνους ότι η σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ και η επέκταση των αμερικανικών βάσεων δεν αφορά τη Ρωσία, αλλά την Τουρκία. Άλλωστε, παρά την αδιαμφισβήτητη ένταξή της στο δυτικό στρατόπεδο, για μια σειρά από λόγους η Ελλάδα προσπαθεί να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τη Μόσχα. Η χώρα μας εξαρτάται σε ποσοστό σχεδόν 50% από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ενώ μόλις στις 4 Ιανουαρίου ανακοινώθηκε νέα τετραετής συμφωνία της ΔΕΠΑ Εμπορίας με την Gazprom.
Στις 30 Νοεμβρίου 2021 υπεγράφη πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας που αφορούσε μια σειρά τομείς, από τον τουρισμό και την ενέργεια μέχρι τις μεταφορές και την τεχνολογία. Άλλωστε, η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που αναγνωρίζουν το ρωσικό εμβόλιο SputnikV. Όπως το έθεσε στις 14 Ιανουαρίου ο Σεργκέι Λαβρόφ, «βλέπουμε ότι η Ελλάδα δεν θέλει να ακολουθήσει την οδό της επιδείνωσης των αντιρωσικών κυρώσεων, η Ελλάδα καταρχήν δεν αισθάνεται ικανοποίηση από όσα τώρα συμβαίνουν μεταξύ Δύσης και Ρωσικής Ομοσπονδίας». Όταν όμως οι διεθνείς σχέσεις περνούν από τη διπλωματία στο στρατιωτικό «δια ταύτα», όπως απειλείται να συμβεί με τις εξελίξεις στην Ουκρανία, οι διακηρύξεις καλών προθέσεων δεν αρκούν. Έρχεται η ώρα «να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Και στην Αθήνα μάλλον (προσ)εύχονται να μην έχει φτάσει αυτή η ώρα.
Η προσκόλληση στις ΗΠΑ, η Τουρκία και ο EastMed
Για να γίνει κατανοητή η εντυπωσιακή προσκόλληση της Ελλάδας στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, αυτή πρέπει να ειδωθεί υπό το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μπορεί να γράφεται και να λέγεται ευρέως ότι η Τουρκία εξάγει τα εσωτερικά της προβλήματα, ωστόσο το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Στα μέσα του 2012, με την ελληνική κοινωνία να χειμάζεται από το άρτι επιβληθέν βάρβαρο δεύτερο μνημόνιο, παρουσιάστηκε το σχέδιο του Eastmed για έναν βαθύ, μακρύ και πανάκριβο αγωγό που θα μετέφερε φυσικό αέριο προς την Ευρώπη από τα προσφάτως ανακαλυφθέντα τότε κοιτάσματα του Ισραήλ και αργότερα της Αιγύπτου και της Κύπρου.
Για την Ελλάδα επρόκειτο για ένα γεωπολιτικό «υπερόπλο»: Θα μετέτρεπε τη χώρα σε ενεργειακό κόμβο, θα συνένωνε με υλικό τρόπο τις κατά την ελληνική οπτική ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου με αυτή του Ισραήλ, θα κύκλωνε νοτίως την Τουρκία περιορίζοντας de facto την έξοδό της προς τη Μεσόγειο και το Σουέζ.
Η υλοποίηση του πανάκριβου αγωγού όμως απαιτούσε ισχυρή οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Η «ανάγκη» ενεργειακής διαφοροποίησης της γηραιάς ηπείρου από τη Ρωσία, επιδίωξη που ευθυγραμμιζόταν με τα αμερικανικά συμφέροντα, αποτέλεσε τη συγκολλητική ουσία των ελληνικών βλέψεων με αυτές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Έτσι στήθηκαν τα διάφορα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας της Ελλάδας και της Κύπρου με το «κράτος τρομοκράτη» του Ισραήλ και τη δικτατορία της Αιγύπτου, υπό αμερικανική πατρωνία, που «μεσουράνησαν» επί ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι κλιμακώθηκαν και παγιώθηκαν οι αλλεπάλληλες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Και όσο περισσότερο η Τουρκία έθετε τους δικούς της επιθετικούς στόχους που θα επιβεβαίωναν τον ρόλο της ως περιφερειακή δύναμη, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ, με την ελπίδα η γειτονική χώρα να «πέσει σε δυσμένεια» από την πέραν του ατλαντικού υπερδύναμη, επιτρέποντας την επίλυση των εκκρεμοτήτων σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο υπό την ελληνική οπτική.
Μόνο που ο κόσμος πια δεν έχει καμία σχέση με τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, όταν η αμερικανική «νέα τάξη» έθετε μόνη της τους όρους και τα κράτη καλούνταν να αποφασίσουν αν θα είναι «φίλοι οι εχθροί». Σήμερα το «όνειρο» του EastMed κείται στον βυθό της ανατολικής Μεσογείου, ενώ η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας έχει λάβει πια μια δική της επικίνδυνη δυναμική. Ο κίνδυνος το πλέγμα σχέσεων που έστησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να εξυπηρετήσουν τον περιφερειακό ανταγωνισμό με την Τουρκία να μετατραπεί σε θηλιά στον πλανητικό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας ή/και Κίνας, οι εξελίξεις στην Ουκρανία δείχνουν ότι είναι πιο ορατός από ποτέ.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@yahoo.gr
Twitter: GeorgeMourmour2
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ