Η μνήμη, η έννοιας της «πατρίδας» και το πολιτισμικό χάσμα ανατολικού και δυτικού πολιτισμού, μέσα από ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό πρίσμα.
Υπάρχει μια λέξη στα Κορεάτικα. Το In-Yun. Σημαίνει ” πρόβλεψη”. Ή “μοίρα”. Αλλά αφορά ειδικά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Νομίζω ότι προέρχεται από τον Βουδισμό και τη μετενσάρκωση. In-Yun είναι αν δύο άγνωστοι περπατήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον στο δρόμο και τα ρούχα τους ακουμπήσουν τυχαία. Γιατί αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπήρξε κάτι ανάμεσά τους στις προηγούμενες ζωές τους. Αν δύο άνθρωποι παντρευτούν, λένε ότι είναι επειδή έχουν υπάρξει 8.000 στρώματα In-Yun. Πάνω από 8.000 ζωές.
Δυο παλιοί συμμαθητές (η Nora και ο Hae Sung) από την Σεούλ συναντιούνται μετά από 12 χρόνια στην Νέα Υόρκη. Η μετανάστευση της μικρής Nora στον Καναδά, ήταν το γεγονός που άφησε ανεκπλήρωτο έναν παιδικό έρωτα. Μια απλή αναζήτηση στα social media όμως αρκούσε για να συναντηθούν ξανά οι δρόμοι τους και να επανέλθει το απωθημένο στην επιφάνεια. Μόνο που πια υπάρχουν οι εξής επιπλοκές: η Nora είναι παντρεμένη με Αμερικάνο.
Παρά τους κλισέ διαλόγους και την προβλεπόμενη πλοκή, η ταινία έχει μια απλότητα στο να καταπιάνεται με την ευθραυστότητα της ανθρώπινης κατάστασης, η οποία είναι αυτή τελικά που κερδίζει τον θεατή. Η Nora μπροστά σε αυτό το ερωτικό τρίγωνο που αναπτύσσεται βρίσκεται μετέωρη μεταξύ δυο πολιτισμικών ταυτότητων και συνθλίβεται εσωτερικά από το βάρος της επιλογής που εμφανίζεται εμπρός της. Όλη αυτή η εσωτερική ανακατάταξη, που αναπαραστάται λιτά και σιωπηλά, αποτελεί και ένα σχόλιο για την έννοια της «πατρίδας», ως ένα safe-space των παιδικών αναμνήσεων της Nora. Η μετακόμιση από την Κορέα στον Καναδά και από εκεί στις ΗΠΑ, φέρει ένα ειδικό βάρος που ίσως να μην το είχε αντιληφθεί μέχρι τότε. Οι αναμνήσεις από την Σεούλ εμφανίζονται θολές, νοσταλγικές και φωτεινές σε αντίθεση με το επιτηδευμένα μίνιμαλ, δυτικό και εν μέρει μουντό περιβάλλον που βρίσκεται τώρα.
Η Nora κατά την διάρκεια της ταινίας φαίνεται να προσπαθεί να εδραιωθεί ως θεατρική συγγραφέας. Έτσι ακολουθώντας πιστά το αμερικάνικο όνειρο, κινητοποιείται μόνο από ατομικιστικά κριτηρία και ενώ μοιάζει χαλαρή και εκδηλωτική, κατά βάθος κυριαρχείται από μια ανείπωτη νοσταλγία και την ανάγκη να προσαρμοστεί σε κάτι δυτικό και εν τέλει, ξένο. Έτσι εξηγείται ο «χλιαρός», σχεδόν υποτακτικός σύζυγος και ένας γάμος που βασίζεται μόνο στην κοινή καθημερινότητα. Από την άλλη, ο Hae Sung είναι μετρημένος και ντροπαλός, προερχόμενος από μια κουλτούρα που βασίζεται στην αποδοτικότητα και την ρουτίνα. Καθόλου εκδηλωτικός, ζυγίζει συνεχώς το πιθανό αντίκτυπο των πράξεών του. Έτσι για αυτόν η Nora είναι ο άνθρωπος που φεύγει.
H περισσότερη δράση της ταινίας είναι εσωτερικευμένη και εντοπίζεται κυρίως σε φορτισμένες παύσεις και φευγαλέα βλέμματα. Η φλόγα της καταπιεσμένης επιθυμίας σιγοκαίει σταθερά σε όλες τις αλληλεπιδράσεις τους, με αποκορύφωμα την σκηνή στο μπαρ όπου βρίσκονται και οι τρεις χαρακτήρες της ταινίας μαζί. Είναι ίσως εμφανής η αναφορά στην φιλμογραφία του Wong-Kar Wai, που καταπιάνεται με παρόμοιο θέμα στο «In the mood for love», δηλαδή τον ανεκπλήρωτο έρωτα μεταξύ δυο παντρεμένων. Η ιδεαλιστική επιρροή από την βουδιστική παράδοση και το αναπόφευκτο κάρμα κυριαρχεί στον ασιατικό κινηματογράφο, παρουσιάζοντας πολλές φορές τους χαρακτήρες ανήμπορους να διαχειριστούν τα συναισθήματά και τις πράξεις τους. (Υπο)κινούμενοι από μια εσωτερική πυξίδα, περνούν χιλιάδες ζωές μέχρι να βρεθούν στον κατάλληλο τόπο, χρόνο και συγκυρία. Αυτό παρουσιάζεται ως in-yun κατά την διάρκεια της ταινίας και είναι κάτι που σε αυτή την ζωή δεν δούλεψε για τους Nora και Hae Sung.