Γράφουμε σήμερα για το Nightmare Alley του Γκιλιέρμο ντελ Τόρο, λόγω των τεσσάρων υποψηφιοτήτων της ταινίας στην φετινή τελετή των Oscar, όμως, διάολε, ακόμα και σε ένα επικαιρικό κείμενο δεν γίνεται να μην πιάσουμε το νήμα της ανάλυσης μας από την ομώνυμη ταινία του Έντμουντ Γκούλντινγκ που κυκλοφόρησε το 1947.
Και αυτό διότι η πρώτη μεταφορά στο σινεμά του βιβλίου του Γουίλιαμ Λίντσει Γκρέισαμ είναι αυτή που με τον πιο πρωτόλειο και γνήσιο τρόπο «κουβαλά» τις προβληματικές ενός έργου «μπολιασμένου» στην Αμερική των 40s και συγκεκριμένα στην «ταξική» πλευρά της Αμερικής. Στην Αμερική των φτωχών και αποδεκατισμένων ανθρώπων που μάχονται να πιάσουν την «καλή» και να βρεθούν στην «άλλη πλευρά», στην πλευρά του φωτός και της λάμψης, στην πλευρά όπου το American dream ακόμα ανθίζει.

Πρότυπο αυτού του ήρωα ο Σταν Καρλάιλ (Τάιρον Πάουερ στην ταινία του 47’, Μπράντλει Κούπερ στην εκδοχή του ντελ Τόρο). Φτωχός, φιλόδοξος, αγέρωχος και γοητευτικός, ο Σταν γοητεύεται αλλά δεν πέφτει θύμα της «μαγικής απάτης» του κόσμου των τσίρκο. Μεθοδικός παρατηρητής, ορκισμένος νηφάλιος (στοιχείο που και στις δύο εκδοχές έχει τη δική του σημασία), σαγηνεύεται από τη δύναμη ενός φθηνού «τρικ», να ξεγελάσει, να συγκινήσει, αλλά κυρίως να γίνει η πηγή άντλησης δύναμης και εξουσίας για τον ίδιο.
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά, κάπου εδώ, ανάμεσα στην ταινία του Γκούλντινγκ και στην ταινία του ντελ Τόρο. Στην μεν εκδοχή του 1947, ο Τάιρον Πάουερ συστήνεται ως ένας αθώος, νεαρούλης που απλώς «ψάχνει» την καλή. Η πορεία της ιστορίας και τα διλήμματα που θα μπουν μπροστά του είναι εκείνα που θα τον μετατρέψουν σε έναν «Ίκαρο» που δεν θα διστάσει να εξαπατήσει ακόμα και τον ίδιο το θάνατο μέχρι τα φτερά του να λιώσουν και να βυθιστεί μετά στο σκοτάδι της απόλυτης παρακμής.
Στο Nightmare Alley, όμως, ο Σταν του Bradley Cooper, εξ’ αρχής κουβαλάει ένα σκοτεινό παρελθόν, στοιχείο το οποίο καθιστά την φιγούρα του Τάιρον Πάουερ ακόμα πιο τραγική σε σχέση με την πιο σχηματική διαμόρφωση του σύγχρονου εκ προοιμίου «κακού» Σταν στην ταινία του ντελ Τόρο. Όπως μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η προσέγγιση των δύο Σταν απέναντι στο geek, στο ανθρωπόμορφο τέρας το οποίο εκμεταλλεύονται οι ιδιοκτήτες των τσίρκο μέσα από την πιο κανιβαλίστικη εκδοχή του «άρτος και θεάματα».
Ο Σταν του Τάιρον Πάουερ βλέπει πάντα το geek από μια απόσταση ασφαλείας. Δεν θέλει να το πλησιάσει, δεν θέλει να δει πως είναι και πως ζει, το αποστρέφεται σαν να γνωρίζει ότι εκεί βρίσκεται το άλλο νόμισμα της «ανάβασης» του προς την απόλυτη επιτυχία. Αντίθετα ο ντελ Τόρο επενδύει τόσο πολύ στο geek και οπτικά και δραματουργικά σε σημείο που ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει δει την ταινία του 1947, «μυρίζεται» από νωρίς τι θα παιχτεί στο τέλος.

Επικαλούμαστε αυτές τις δύο συγκρίσεις μεταξύ των «Σταν», όχι ως μια επίδειξη παρατήρησης, αλλά ως το βασικό μέσο κριτικής στη σύγχρονη εκδοχή του κατά τα άλλα αγαπημένου ντελ Τόρο. Υπάρχει, λοιπόν, η μια πλευρά: η ματιά του ντελ Τόρο στον «τερατικό» κόσμο των τσίρκο και των ψευδαισθήσεων. Μια ματιά στην οποία η ομορφιά και η ασχήμια, η αλήθεια και το ψέμα, ο κάθε «Σταν» και το κάθε «geek» απέχουν μια ανάσα το ένα από το άλλο. Μια ματιά κινηματογραφικού μεγαλείου, γενναιοδωρίας και τρόμου που μπορεί να επενδύει στο στυλιζάρισμα και στο παραισθητικό παιχνίδι της εικόνας και των χρωμάτων, αλλά επί της ουσίας εδραιώνεται στον ανθρωπισμό και την ευαισθησία του σκηνοθέτη.
Και υπάρχει και η άλλη πλευρά: η πλευρά ενός τελειομανή δημιουργού που παρασύρεται από τη «φόρμα» και από τις σινεφίλ αναφορές που έχει στο μυαλό του, «ξεχνώντας» να αναπτύξει τις συγκρούσεις των ηρώων του και αφήνοντας εμάς του θεατές κάπως έτσι απλώς «παρατηρητές» μιας τραγωδίας, αλλά όχι κοινωνούς της. Δεν υπάρχει πιο ενδεικτική σκηνή από εκείνη της «νεκρής νύφης», του τρικ-ύβρις στο οποίο ο Σταν θα προσπαθήσει να «ξεγελάσει» τον θάνατο. Μια σκηνή τόσο πομπώδης και φορτωμένη, αλλά και τόσο άψυχη σε αντίθεση με την λιτή και ποιητική αντίστοιχη του 1947, στην οποία η ανθρώπινη ματιά και η «ζεστασιά» της πονοψυχίας κατακλύζουν τη μεγάλη οθόνη και οδηγούν τον Σταν στην «μεγάλη πτώση».

Για να τα βάλουμε σε μια σειρά, είναι δύσκολο να δεις μια ταινία του ντελ Τόρο και να μην την απολαύσεις και αυτό δεν είναι λίγο. Επίσης (κανένα spoiler) η τελευταία σκηνή μέσα στην απλότητα της «δένει» το δράμα του Σταν και κατά ένα μαγικό τρόπο δίνει το ιδανικά πεσιμιστικό φινάλε που άξιζε στην ταινία του 1947 αλλά οι στουντιακές ευκολίες εντελώς προσχηματικά στέρησαν. Αν όμως κάτι λείπει από το «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» (Nightmare Alley) αυτό είναι η ίδια η ψυχή. Ψυχή που δεν αφορά μόνο την ελλειμματική ανάπτυξη των χαρακτήρων, αλλά και την αδυναμία του φιλμ να «απελευθερώσει» την αιχμηρή και διαχρονική κοινωνική κριτική που χαρακτηρίζει το πρωτόλειο έργο τόσο μέσα στις λέξεις του Γκρέισαμ, όσο μέσα στις εικόνες του Γκούλντινγκ.
~ Θ.Λ.