[κεντρική φωτογραφία: graffiti του @hambas στο Μεταξουργείο]
Πρώτα ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: Η πραγματικότητα *υπάρχει* ανεξαρτήτως της άποψής μας γι’ αυτήν. Και για να μην βουτήξουμε σε μια θεωρητικολογία για το αν υπάρχει πραγματικότητα πέραν των αντιληπτικών μας ικανοτήτων και του *βλέμματός* μας, ας πούμε απλώς το ότι πιτσιρίκια από νηπιαγωγείο μέχρι τα πρώτα έτη του Πανεπιστημίου ακούνε Τρανό και φωνάζουν «εγώ να μαι αλήτης // και εγώ να μαι μαντάμ», είναι μια πραγματικότητα.
Ας διευκρινίσουμε και κάτι ακόμα: Η πραγματικότητα τείνει να αδιαφορεί για τη γνώμη μας γι’ αυτήν. Δεν λέω ότι οι ατομικές απόψεις δεν διαμορφώνουν ρεύματα και από αυτή την άποψη δεν μπορούν να επιφέρουν αλλαγές (ή και ανατροπές), αλλά ότι μια τάση, μια μόδα, εν προκειμένω ένα μουσικό ρεύμα, δεν θα εκλείψει λόγω ενός (ή πολλών) επικριτικών σχολίων στα social media. Το αντίθετο μάλλον.
Η τραπ υπάρχει, και υπάρχει επειδή κάτι εκφράζει. Ας πούμε όσο πιο συνοπτικά και συμπυκνωμένα γίνεται, ότι εκφράζει μια επιδίωξη για κοινωνική ανέλιξη και εύκολο πλουτισμό, με πολλές δόσεις σεξισμού, βίας, ναρκωτικών και σκληρής πατριαρχικής κουλτούρας. Με άλλα λόγια, εκφράζει στην υπερβολή και χωρίς προσχήματα τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες. Ένα βήμα παραπάνω: Εκφράζει τις αξίες αυτές όπως τις αναπλάθει ένα κοινό που, ανεξαρτήτως αν τις ενστερνίζεται ή τις απορρίπτει, στη συντριπτική του πλειοψηφία δεν θα μπορέσει να τις υλοποιήσει.
Γιατί, ποια είναι η διαφορά του «θέλω κότερα – ελικόπτερα» από τα κυρίαρχα πρότυπα με τα οποία μεγαλώσαμε όσοι γεννηθήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990; Το ότι δεν «χρειάστηκε» να το τραγουδήσουμε στη νεανική ή εφηβική μας ηλικία, ίσως οφείλεται στο ότι τότε *υπήρχε* η δυνατότητα στην ενηλικίωσή μας να καταλήξουμε με κότερα ή/και ελικόπτερα – ή εν πάσει περιπτώσει, θεωρούταν κάτι που έπρεπε ή και μπορούσε να συμβεί.
Το αίσθημα διαρκούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου κάθε γενιάς σε σχέση με την προηγούμενη ήταν δεδομένο (ας μην ανοίξουμε εδώ τη συζήτηση για το πόσο «κούφια» ήταν αυτά τα πρότυπα), και αν οι γονείς μας (αρκετοί) γεννημένοι συχνά σε φτωχόσπιτα κατέληξαν με αμάξια και εξοχικά, δεν θα ‘ταν απίθανο εμείς να καταλήξουμε με «κότερα – ελικόπτερα». Άλλωστε, «στόχος [ήταν] τα λεφτά», όπως μας ενημέρωνε τότε η Τζούλια Αλεξανδράτου.
Πολλοί/ες από εμάς για πολλούς και διαφορετικούς λόγους απορρίψαμε αυτές τις αξίες έγκαιρα, κάπου γύρω στα τέλη των 00’s. Για τους υπόλοιπους/ες, η κρίση και τα μνημόνια που ακολούθησαν διέλυσαν μια και καλή τα όνειρα για ανέλιξη και καταξίωση. Τα «λεφτά» και τα «γκούτσι φορέματα» διαδέχτηκαν οι στίχοι του ΛΕΞ για μια γκρίζα, μονότονη καθημερινότητα χωρίς προοπτικές βελτίωσης – αλλά αντιθέτως, πολύ υπαρκτές προοπτικές επιδείνωσης.
Και είναι ίσως το ρεύμα του ΛΕΞ που ερμηνεύει την μετέπειτα εκτόξευση της τραπ στις νεανικές ηλικίες: Για πόσο αλήθεια θα θλίβεσαι ή θα ρομαντικοποιείς μια μίζερη καθημερινότητα; Όπως το ‘χε θέσει ένας φίλος χιπχοπάς, «τη σκατίλα τη ζω, δεν θέλω να ακούω κιόλας γι’ αυτήν».
Κάπου εκεί λοιπόν ήρθε η ελληνική εκδοχή της τραπ, να μιλήσει χωρίς προσχήματα για ανέλιξη και απότομη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που επιτυγχάνεται απλώς αφομοιώνοντας και ωθώντας στην υπερβολή τις πιο ταπεινές (με την έννοια της ποταπότητας) αξίες αυτής εδώ (και όχι κάποιας άλλης) κοινωνίας.
Διάφοροι πιτσιρικάδες άρχισαν να βλέπουν τους εαυτούς τους να μεταμορφώνονται σε «μεγιστάνες από αλάνες». Κάποιοι, θα ήταν έτοιμοι να υιοθετήσουν και το ανάλογο στυλ, να υλοποιήσουν τα προαπαιτούμενα της ανέλιξης: Να πατήσουν επί πτωμάτων, να το ρίξουν στο εμπόριο ναρκωτικών και τα γκάνια, να υιοθετήσουν τον πιο *ματσο* χαρακτήρα που είχαν διαθέσιμο, να πλακώνονται ακόμα άμα λάχει δεξιά-αριστερά. Άλλοι (και άλλες), έμειναν και μένουν απλώς να αναπαριστούν κάτι που ποτέ δεν θα γίνουν (και πιθανότατα δεν γουστάρουν να γίνουν κιόλας), και δια της πρόζας και της μίμησης να απαλλάσσονται από μια υπόρρητη κοινωνική απαίτηση, που όσο πιο έντονη είναι τόσο περισσότερο εκλείπουν οι προϋποθέσεις υλοποίησής της.
Για να το κλείσουμε κάπου εδώ: Δεν υπερασπιζόμαστε ούτε την τραπ, ούτε τους τράπερς, ούτε την καφρίλα, ούτε τον σεξισμό, ούτε τα γκάνια, τα ναρκωτικά, την πατριαρχική κουλτούρα και την εκθείαση του χρήματος.
Απλώς, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας. Να καταλάβουμε πριν και πάνω από όλα για να μην φοβόμαστε, εμείς οι ίδιοι/ες, και να μην ενδίδουμε σε μιας μορφής ηθικό πανικό. Και, κατ’ επέκταση, για να μιλήσουμε όντως για τα χιλιάδες στραβά ενός πολιτισμικού ρεύματος – που όμως υπάρχει, και όσο απλώς καταδικάζουμε την ύπαρξή του θα μοιάζουμε με τους οπαδούς του Τραμπ που πυροβολούσαν τους τυφώνες.
Γιώργος Μουρμούρης
giorgismour@giorgismour
Twitter: GeorgeMourmour2