Τελικά, τι αστυνομία θέλουμε;

Δεν περνούν λίγες ώρες από τη δημοσιοποίηση ενός σοβαρού περιστατικού αστυνομικής αυθαιρεσίας και από τους δημοσιολογούντες, με πρώτους όσους κατέχουν κυβερνητικές θέσεις -και ως εκ τούτου είναι πολιτικώς υπεύθυνοι για την καταστολή – παρουσιάζεται ευθύς το διακύβευμα: «Να αποφασίσουμε τι αστυνομία θέλουμε».

Καταρχάς, για να τεθεί το ερώτημα πρέπει κατά κανόνα να έχει υπάρξει αίμα. Είναι εκπληκτικό ότι σε «κενό χρόνο», όταν δηλαδή δεν κυριαρχεί στην επικαιρότητα ένας σοβαρός τραυματισμός ή θάνατος, ή μια βάναυση προσβολή της προσωπικότητας από αστυνομικά όργανα, ουδείς θέτει το ερώτημα «τι αστυνομία θέλουμε». Και είναι ακριβώς αυτή η περίοδος κατά την οποίαν χτίζονται οι προϋποθέσεις για το επόμενο αστυνομικό έγκλημα. Τα όπλα, πριν πυροβολήσουν, οπλίζονται στη σιωπή και την κανονικότητα.

Σιωπή την οποία διαταράσσει η θορυβώδης αναπαραγωγή του ημερήσιου αστυνομικού δελτίου, με μόνιμη επωδό στα σχετικά ρεπορτάζ ότι «χρειάζεται περισσότερη αστυνόμευση». Σιωπή, την οποία διαρρηγνύουν τα κοινότυπα ρεπορτάζ για καλές πράξεις αστυνομικών, ή που ανακαλύπτουν την Αμερική μιλώντας για τους κινδύνους που διατρέχουν και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους – λες και δεν κινδυνεύουν, δεν τραυματίζονται, δεν σκοτώνονται καθημερινά και στην απόλυτη σιωπή ντελιβεράδες, οικοδόμοι, εργάτες της ΔΕΗ και του ΔΕΔΔΗΕ, ναυτεργάτες, οδοκαθαριστές, πυροσβέστες. Λέγεται συχνά ότι θυμόμαστε την αστυνομία όποτε συμβαίνει κάποιο περιστατικό ακραίας αυθαιρεσίας. Όσον αφορά την ειδησεογραφία, που διαμορφώνει και την ημερήσια ατζέντα, ουδέν αναληθέστερο.

Θυμηδία προκαλεί και ο πρώτος πληθυντικός στη διατύπωση της ερώτησης «τι αστυνομία θέλουμε». Ποιοι είμαστε οι «εμείς» που καλούμαστε να αποφασίσουμε; Ποιος μας ρωτά και πώς ακριβώς θα απαντήσουμε; Πώς θα συγχωνευτούν οι διαφορετικές απόψεις, και πώς θα ελεγχθεί ότι η οπτική μας ελήφθη υπόψη; Και πόσος χρόνος μας δίνεται για να αποφασίσουμε; Όσο παραμένει το ζήτημα στη δημοσιότητα; Το μεσοδιάστημα μέχρι την επόμενη «τυχαία εκπυρσοκρότηση»; Ή μέχρι να μετρηθεί το πολιτικό κόστος από τις αντιδράσεις όταν νέοι άνθρωποι εκτελούνται εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Τίθεται υποκριτικά, ψευδεπίγραφα και υποδορίως ειρωνικά, μόνο και μόνο για να καταδείξει το μάταιο, ουτοπικό ή μηδενιστικό των διαμαρτυριών κατά της αστυνομικής βίας. Ένα ερώτημα του οποίου δεν αναλύονται καν τα συνθετικά μέρη, ούτε ορίζεται η βασική έννοια την οποία θεωρητικά πραγματεύεται, δηλαδή η αστυνόμευση. Όχι τυχαία, αλλά για να μην αμφισβητηθεί ούτε νοητικά το κρατικό μονοπώλιο της βίας, ότι δηλαδή «το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας» όπως το είχε θέσει «γλυκά» τον Νοέμβριο του 2019 ο νυν υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης.

Ένα ερώτημα που δεν απευθύνεται σε κανέναν, για να μη λάβει απάντηση από κανέναν.

Μέχρι τον επόμενο πυροβολισμό.

Tagged with: