Η νότα ΜΙ στην κλίμακα του ΝΤΟ ή η τρίτη βαθμίδα σε οποιαδήποτε άλλη μείζονα κλίμακα, είναι ίσως η πιο παράξενη, η πιο ιδιαίτερη νότα.
Είναι η επιτομή της χαρμολύπης – δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν το άκουσμά της είναι χαρούμενο ή λυπηρό. Οι μελωδίες που τελειώνουν σε ΜΙ αφήνουν τη διάθεση τους ως ένα ανοιχτό ερώτημα, το αφήνουν – ίσως – στην κρίση, τη διάθεση και τους πολιτισμικούς αποκωδικοποιητές του ακροατή.
Το ΜΙ δεν έχει τη βεβαιότητα του ΝΤΟ, την τόλμη του ΡΕ, την απαλότητα του ΦΑ, την νεότητα του ΣΟΛ, τη λυρικότητα του ΛΑ, ούτε το μετεωρισμό του ΣΙ. Το ΜΙ στέκει ανάμεσα στις άλλες νότες απορημένο, μη ξέροντας τι θέλει να εκφράσει – μιλώντας πάντα για την τρίτη βαθμίδα μιας μείζονος κλίμακας.
Σε ΜΙ (στην κλίμακα του ΝΤΟ) και γενικά στην τρίτη βαθμίδα, καταλήγει κάθε στροφή του “αι γενεαί πάσαι“, ο ορισμός του άσματος που δεν ξέρεις αν έχει κάτι από τη λύπη της ταφής ή τη βεβαιότητα της ανάστασης – αλλιώς, από την ακινησία του χειμώνα ή από την αναγέννηση της άνοιξης.
Και γι’ αυτό, το ΜΙ είναι συνδεδεμένο στο μυαλό μου με το Πάσχα και τη μετάβαση, με την μίξη λύπης και χαράς, με την ενδεχομενικότητα και τη διττή ανάγνωση.
Το ΜΙ και γενικά η τρίτη βαθμίδα στις μείζονες κλίμακες δεν μπορεί να είναι μια μόνιμη κατάσταση – και αν αρμονικά η έβδομη βαθμίδα, ο προσαγωγέας, είναι που λύνεται με βήμα προς τα πάνω, το ΜΙ είναι αυτό που κρύβει τόση ένταση που δεν μπορεί να αποτελέσει καθεστώς – μόνο μετάβαση.
Όμως χωρίς αυτό, το θριαμβευτικό ΝΤΟ, η πρώτη βαθμίδα που στέκει στη βάση μιας μείζονος συγχορδιας, δεν θα ήταν πάρα μια αμετροεπής επίδειξη ισχύος.
Γιώργος Μουρμούρης