«Παιδιά, αν βρείτε κανένα άλμπουμ με τίποτα φωτογραφίες που δεν έχουν χαλάσει, κρατήστε το».
Μεσημέρι Κυριακής 22 Οκτωβρίου στη Μεταμόρφωση Καρδίτσας. Σαράντα ημέρες μετά τη πλημμύρα που προκάλεσε η κακοκαιρία Ντάνιελ, οι κάτοικοι του χωριού παλεύουν με τις λάσπες. Μια ομάδα εθελοντών από Θεσσαλονίκη και Αθήνα με ολόσωμες λευκές στολές, μάσκες, προσωπίδες, αδειάζει υπό τους ήχους των Θραξ Πανκς το σπίτι ενός συνταξιούχου. Γρήγορα έξω από τη βεράντα δημιουργείται μια μικρή στοίβα με εξοπλισμό και προσωπικά αντικείμενα, όλα βουτηγμένα στη λάσπη. Ο βαρύς καιρός και η λεπτή καφέ επίστρωση που σκεπάζει τα πάντα – σπίτια, δρόμους, δέντρα, οχήματα – δίνουν μια απόκοσμη αίσθηση στο ερειπωμένο χωριό.
«Οι περισσότεροι θέλουν να φύγουν»
Μας μιλά, παρακολουθώντας το περιεχόμενο του σπιτιού του να πετιέται στον δρόμο. Όπως μας λέει, από την πλημμύρα και μετά μένει στον Σταυρό Καρδίτσας, σε απόσταση 20 περίπου λεπτών με το αυτοκίνητο από τη Μεταμόρφωση. Ως τις 22 Οκτωβρίου δεν είχε λάβει επίδομα ενοικίου, παρά μόνο την πρώτη αρωγή των περίπου 6.600 ευρώ. Το αρμόδιο κλιμάκιο ελέγχου των ζημιών στα σπίτια είχε επισκεφθεί το χωριό τα προηγούμενα 24ωρα. Το σπίτι του κρίθηκε κίτρινο: Κατοικήσιμο, αλλά απαιτούνται εκτεταμένες εργασίες επισκευής. «Όλο το χωριό είναι έτσι. Πώς θα ζήσουν άνθρωποι εδώ, μες στα σκουπίδια;», μας λέει.
Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, έτσι και ο συνομιλητής μας σκέφτεται ως λύση τη μετεγκατάσταση. «Οι περισσότεροι θέλουν να φύγουν. Ας μας φτιάξουν έστω έναν προκάτ οικισμό ανάμεσα σε Παλαμά και Καλυβάκια, και να κρατήσουμε τα σπίτια εδώ για το καλοκαίρι, για τα χωράφια», μας λέει.
Σε ένα υπόστεγο δίπλα στο σπίτι, οι γραμμές στο σταθμευμένο ΙΧ του, που έχει πια καταστραφεί, δείχνουν το ύψος που έφτασε το νερό και τη στάθμη στην οποίαν διατηρήθηκε για μεγαλύτερα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα καθώς υποχωρούσε. Το τρακτέρ του σώθηκε όταν γείτονας προσφέρθηκε να το μεταφέρει σε κοντινό ανάχωμα.
οι 2 νεκροι
Όπως και στον Βλοχό και το Κεραμίδι, έτσι και στον Παλαμά οι εθελοντές είναι οι μόνοι που βοήθησαν τους κατοίκους. «Ήρθαν μόνοι τους να μας βοηθήσουν. Είναι φοιτητές, βάζουν πλάτη. Ό,τι έκαναν το έκαναν μόνοι τους οι εθελοντές και ο κόσμος. Από το κράτος δεν βοήθησε κανείς», μας λέει ο συνομιλητής μας.
Η Μεταμόρφωση μετρά δύο νεκρούς από την πλημμύρα. Μάνα και γιος, που άργησαν να φύγουν από το σπίτι. Το νερό που «ήρθε απότομα, σαν τσουνάμι», τους πρόλαβε. Όπως και στα άλλα χωριά, έτσι κι εδώ η ορμή του έχει αποτυπωθεί στην κλίση που έχουν πάρει οι περιφράξεις. «Ήρθε σαν τείχος και τα σάρωσε όλα».
«όπωσ το ’94»
Η στοίβα με τα αντικείμενα διαρκώς μεγαλώνει. Η εικόνα με το εσωτερικό των σπιτιών ξεβρασμένο στους δρόμους, θυμίζει στους κατοίκους της Μεταμόρφωσης την πλημμύρα του 1994. «Το παρελθόν μου έσβησε μια φορά με την πλημμύρα του ’94», μας λέει ο συνομιλητής μας. «Έσβησε ό,τι υπήρχε πίσω μέχρι τα 32 μου χρόνια. Και τότε πετούσαμε τα πράγματά μας, δεν έμεινε τίποτα. Και τώρα, ξανά το ίδιο». Αυτή τη φορά η καταστροφή τον βρήκε μακριά από το σπίτι του, στην Αιδηψό. Έτσι ο ίδιος δεν κινδύνευσε. Όταν όμως γύρισε στο χωριό, βρήκε τα πάντα βουτηγμένα στη λάσπη. Δεν κατάφερε να σώσει τίποτα.
Ρωτά τους εθελοντές κι εμάς αν θέλουμε να μας φέρουν κάνα μπουκαλάκι νερό. Μας δείχνει στο κινητό φωτογραφίες από τον εγγονό του, και τη σύζυγο που έχασε πριν λίγα χρόνια. «Φωτογραφίες από τα καλά χρόνια».
ο παλιατζησ
Λίγα μέτρα μακρύτερα συναντάμε το σπίτι που πνίγηκαν οι δύο κάτοικοι του χωριού. Συγγενείς τους καθαρίζουν το οίκημα. Μας περιγράφουν πώς έχασαν τη ζωή τους οι δικοί τους άνθρωποι. Παλεύουν με τις λάσπες και υπολογίζουν ότι για να καταστεί ξανά κατοικήσιμο ένα σπίτι στη Μεταμόρφωση απαιτούνται 80 – 100 χιλιάδες ευρώ. Γιατί να κάνει κανείς τέτοια επένδυση αφού, αν δεν γίνουν τα απαιτούμενα έργα, είναι ζήτημα χρόνου να πνιγεί ξανά το χωριό;, αναρωτιούνται. Στο βάθος ακούγεται το μεγάφωνο του παλιατζή: Οτιδήποτε άχρηστα μαζεύω. Όλα τα παλιά σιδηρικά. Σόμπες, κουζίνες, πλυντήρια, θερμοσίφωνα, κάγκελα, πόρτες, εξώπορτες, παλιά ηλιακά, παλιούς λέβητες, παλιά χαλκώματα, παλιά αλουμίνια, παλιές μπαταρίες.
«ΤΟ 112 ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ»
Λίγα τετράγωνα μακρύτερα, ένα ζευγάρι συνταξιούχων καθαρίζουν το σπίτι τους από τις λάσπες. Μένουν στο χωριό Μάρκος και πηγαίνουν καθημερινά στη Μεταμόρφωση για δουλειές. Στην πλημμύρα του 1994 ήταν νιόπαντροι, με δύο μικρά παιδιά. Νεόκτιστο ήταν και το σπίτι. «Απρίλη του ’94 μπήκαμε, Οκτώβρη μπήκε το νερό», μας λένε. 29 χρόνια μετά, βρίσκονται αντιμέτωποι με την ίδια καταστροφή.
«Το νερό σήκωσε την πόρτα, την βρήκαμε σε άλλο δωμάτιο», περιγράφουν. Και όμως, αρχικά τίποτα δεν προμήνυε την έκταση που θα λάμβανε η καταστροφή: «Ερχόντουσαν μηνύματα από το 112 αλλά δεν μας έλεγαν να εκκενώσουμε. Μας ενημέρωναν απλώς για το ποιοι δρόμοι έχουν κλείσει. Έτσι, πιστεύαμε ότι η κατάσταση θα είναι όπως στην πλημμύρα του ’94.» Εγκατέλειψαν το σπίτι τους στις 02:00 μετά τα μεσάνυχτα, όταν συγχωριανοί τούς ενημέρωσαν ότι έρχεται μεγάλη ποσότητα νερού. Συγκεντρώθηκαν όλοι στο κοινοτικό γραφείο. «Αν δεν παίρνανε τηλέφωνα [οι άνθρωποι του χωριού], θα πνίγονταν πολλοί», μας λένε, περιγράφοντας ότι τα νερά ήταν τόσο ορμητικά που παρέσυραν ακόμα και τρακτέρ.
Το σπίτι του ζευγαριού έχει νερό, αλλά όχι ρεύμα. Για να συνδεθεί ξανά στο δίκτυο πρέπει να προηγηθεί έλεγχος από ηλεκτρολόγο, γιατί εγκυμονεί πάντα ο κίνδυνος βραχυκυκλώματος. Από τα προσωπικά τους αντικείμενα δεν πρόλαβαν να πάρουν τίποτα φεύγοντας, παρά μόνο μια αλλαξιά ρούχα «και δύο μπουκάλια νερό, για ώρα ανάγκης». Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έμεναν αποκλεισμένοι για πάνω από 48 ώρες στο κοινοτικό γραφείο.
Η ΕΛΠΙΔΑ
Η ανάμνηση των γεγονότων φέρνει συγκίνηση. «Όπου και να σε πάνε, δεν είναι σαν το σπίτι σου», λέει η γυναίκα. «Κάθε γωνία είναι η ζωή σου, η ανάμνησή σου». Είναι αισιόδοξη: «Τι να κάνουμε, θα ζήσουμε. Η ζωή συνεχίζεται. Το καλοκαίρι θα είναι όλα στην εντέλεια, αρκεί να κάνουν κανένα έργο». Δείχνει ένα φυτό κάτω από το μπαλκόνι που πρόλαβε, 40 μέρες μετά την καταστροφή, να ανθίσει ξανά. Ένα νεογέννητο εγγονάκι ενισχύει την αισιοδοξία.
«Έπεσε πολύ νερό, αλλά αν δεν υπήρχαν οι ανθρώπινες παραλείψεις δεν θα γινόταν τέτοια καταστροφή. Πάντα ο λαός την πληρώνει. Είναι το σύστημα τέτοιο», λέει ο σύζυγος.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Μουρμούρης / Γιώργος Βασιλείου
Φωτογραφίες: Ορφέας Μπούσουλας
Διαβάστε επίσης: Θεσσαλία – 1: «Μας ξέχασαν»