Το Κοινοτικό Γραφείο της Μεταμόρφωσης βρίσκεται απέναντι από την πλατεία του χωριού – όχι στο κέντρο, παραδόξως, αλλά στην άκρη του οικισμού. Ένα διώροφο κτήριο με πρόσβαση στην ταράτσα, που για σχεδόν τρεις ημέρες, κατά την πλημμύρα που προκάλεσε η κακοκαιρία Daniel, μετατράπηκε σε κιβωτό για περισσότερους από 60 ανθρώπους.
Η Λίτσα Ρητά είναι πρόεδρος του Πολιτιστικού και Μορφωτικού Συλλόγου Μεταμόρφωσης. Μαζί με άλλους κατοίκους του χωριού, συμπεριλαμβανομένου του ζευγαριού που είχαμε συναντήσει νωρίτερα να καθαρίζει το σπίτι του, μας ξενάγησε στους χώρους που δεκάδες άνθρωποι πέρασαν σχεδόν τρεις δραματικές ημέρες.
Η περιήγηση στον χώρο σε συνδυασμό με τη διήγηση ζωντάνεψαν τις αναμνήσεις των συνομιλητών μας, που με έντονη φόρτιση μας περιέγραψαν ένα ζεστό φθινοπωρινό μεσημέρι, στις 22 Οκτωβρίου, όσα είχαν ζήσει 40 ημέρες νωρίτερα.
Η πλημμύρα
Αργά μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης 5 Σεπτεμβρίου, στο Κοινοτικό Γραφείο της Μεταμόρφωσης είχαν συγκεντρωθεί συνολικά 59 άτομα. Πριν το νερό φτάσει στο χωριό, κάτοικοι με τρακτέρ και μηχανήματα προσπαθούσαν να ενισχύσουν τα αναχώματα από την πλευρά του Ιταλικού ποταμού [γνωστού και ως Ταμπάκος ή Φαρσαλιώτης]. Κάποια στιγμή, ειδοποίησαν όσους βρίσκονταν στο Κοινοτικό Γραφείο ότι άρχισε να μπαίνει νερό στον κάμπο, προς την κατεύθυνση του χωριού. Η είδηση αναρτήθηκε γρήγορα στο facebook. Τα τρακτέρ γύριζαν μες στη νύχτα το χωριό, μεταφέροντας κόσμο στο Γραφείο. Από τις 12 τα μεσάνυχτα πήγαιναν σπίτι – σπίτι.
Στην αρχή οι συγκεντρωμένοι βρίσκονταν στον πρώτο όροφο. Όμως το νερό ανέβαινε γρήγορα, περνούσε δύο – δύο τα σκαλοπάτια. Είχε έρθει η ώρα να περάσουν στον δεύτερο όροφο.
Εν τω μεταξύ πριν φτάσει ορμητικά το νερό κάποιοι εκ των συγκεντρωμένων είχαν φύγει από τον χώρο για να σώσουν μία ηλικιωμένη που δεν είχε εγκλωβιστεί στο σπίτι της. Το «τσουνάμι» όμως του εγκλώβισε και αυτούς. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ακούστηκε η φωνή τους: «Πνιγόμαστε, βοήθεια». Επικράτησε παγωμάρα.
Τα ξημερώματα οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης που βρίσκονταν στο Κοινοτικό Γραφείο διέκριναν μια φιγούρα ψηλά σε ένα κτήριο. Ήταν οι εγκλωβισμένοι συγχωριανοί τους, που είχαν επιζήσει. Με μια σιδερένια βάρκα και χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο φτυάρι από τη λαογραφική συλλογή που φιλοξενείται στο κτήριο ως κουπί, κάποιοι εκ των κατοίκων κατάφεραν να φτάσουν τους εγκλωβισμένους και να τους οδηγήσουν στο ανάχωμα. «Αν δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και οι βάρκες θα είχαμε πάνω από 25 νεκρούς», λένε οι συνομιλητές μας.
Κάποια στιγμή το νερό είχε καλύψει πια πλήρως τον πρώτο όροφο. Απέμεναν μόλις τέσσερα σκαλιά για να μπει στο δεύτερο επίπεδο, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι 59 άνθρωποι. «Είπα στους πιο ψύχραιμους: Παιδιά, αν ανέβει δύο σκαλοπάτια ακόμα το νερό μαζέψτε κουβέρτες και πάμε για την ταράτσα», μας λέει η Λίτσα Ρητά.
Το επόμενο βράδυ, μετά από κάποιους απεγκλωβισμούς, στον δεύτερο όροφο του Κοινοτικού Γραφείου φιλοξενούνταν πλέον 69 άνθρωποι. «Είχαμε μια τουαλέτα χωρίς νερό. Πετάγαμε στη λεκάνη τα νερά της πλημμύρας. Το νερό είχε φτάσει μέχρι το τελευταίο σκαλί», διηγείται η Λίτσα Ρητά.
«Μας έσωσε η λαογραφική συλλογή»
Για τους εγκλωβισμένους κατοίκους της Μεταμόρφωσης, η Λαογραφική Συλλογή που φιλοξενούταν σε ένα αυτοσχέδιο μουσείο, στον δεύτερο όροφο του Κοινοτικού Γραφείο, μετατράπηκε σε ανέλπιστη σανίδα σωτηρίας. Το μουσείο είχε δημιουργηθεί λίγο λίγο από τους ίδιους τους κατοίκους, με αντικείμενα που σώθηκαν από την πλημμύρα του 1994. Κατά ειρωνεία της τύχης, 29 χρόνια μετά τα ίδια αυτά αντικείμενα που οι άνθρωποι έσωσαν από την καταστροφή, θα έσωζαν τους ίδιους. Τα ξύλινα φτυάρια έγιναν κουπιά και οι φλοκάτες πολύτιμες κουβέρτες. «Πρώτα τα σώσαμε εμείς, μετά μας έσωσαν αυτά», λέει η Λίτσα Ρητά.
το νερο
Κάποια στιγμή ένα ελικόπτερο επιχείρησε να ρίξει στους εγκλωβισμένους μια παλέτα με νερά. Μπροστά στα μάτια των 69 ανθρώπων, η παλέτα χτύπησε στην ταράτσα και κατόπιν έπεσε μέσα στο νερό. Σώθηκε μόνο ένα μπουκάλι. Ένα λίτρο νερό, που οι εγκλωβισμένοι μοιράστηκαν μεταξύ τους.
Η σωτηρία ήρθε την Παρασκευή. Φουσκωτές βάρκες του στρατού απομάκρυναν λίγο λίγο τους εγκλωβισμένους κατοίκους από την ταράτσα του Κοινοτικού Γραφείου και τους μετέφεραν σε ένα κοντινό ανάχωμα, από όπου τους παραλάμβανε ελικόπτερο. Η Λίτσα Ρητά έφυγε τελευταία, κλειδώνοντας πίσω της τον χώρο. Αφήνοντας πίσω το Κοινοτικό Γραφείο, η βάρκα έπλευσε πάνω από το νεκροταφείο. «Φοβήθηκα ότι θα βρουν οι προπέλες στους σταυρούς. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο ψηλά ήταν το νερό», λέει η Λίτσα Ρητά.
Στο κλειστό γυμναστήριο της Καρδίτσας τους περίμεναν εθελοντές. «Πήγαιναν πάνω κάτω ανάμεσα στα κρεβάτια, ρωτούσαν αν χρειάζεται κανείς κάτι», διηγείται. Θυμάται ότι μια νεαρή γυναίκα της ζήτησε να την ακολουθήσει στο σπίτι της για να κάνει ένα μπάνιο. «Μην πάρεις πετσέτα. Εμείς μπορούμε να πλύνουμε τις δικές μας, εσύ όχι», της είπε. Στο σπίτι περίμεναν οι γονείς της γυναίκας με τον θερμοσίφωνα αναμμένο.
Σαράντα μέρες μετά, οι περίπου τρεις ημέρες της πλημμύρας και του εγκλωβισμού στο Κοινοτικό Γραφείο μοιάζουν με κάποια μακρινή προβολή ταινίας – και ας είναι παντού εμφανή τα σημάδια της καταστροφής. Τώρα, οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης προσπαθούν να ξαναστήσουν στοιχειωδώς τον οικισμό στα πόδια του, με τη βοήθεια εθελοντών. Διαχειρίζονται υλικά αλληλεγγύης που φτάνουν από όλη την Ελλάδα σε έναν χώρο στον Παλαμά.
Αναρωτιούνται για το μέλλον του χωριού τους – και το δικό τους: «Ακόμα και αν δεν υπάρξει μετεγκατάσταση του οικισμού, θα πάω να νοικιάσω σπίτι αλλού. Δεν νιώθω ασφαλής εδώ», λέει η Λίτσα Ρητά. Μας δείχνει φωτογραφίες από τον κήπο που είχε φτιάξει μόνη της, λίγο λίγο. «Δεν μπορώ να ξαναζήσω μια τέτοια καταστροφή. Πού να βρω τη δύναμη να τα ξαναφτιάξω όλα αυτά; Με τι καρδιά;»
Ρεπορτάζ: Γιώργος Μουρμούρης / Γιώργος Βασιλείου
Φωτογραφίες: Ορφέας Μπούσουλας
Διαβάστε επίσης: Θεσσαλία – 1: «Μας ξέχασαν»